Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Σαρδανάπαλος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαρδανάπαλος ο [sarδanápalos] Ο20 : χαρακτηρισμός ανθρώπου με έκλυτα ήθη, συνήθ. για άπιστο σύζυγο.

[λόγ. < αρχ. Σαρδανάπαλ(λ)ος (όν. βασιλιά της Aσσυρίας) σημδ. γαλλ. sardanapale (στη νέα σημ.) < αρχ. Σαρδανάπαλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες