Παράλληλη αναζήτηση
| 3.924 εγγραφές [131 - 140] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σαλοτραπεζαρία η [salotrapezaría] Ο25 : μεγάλο δωμάτιο σπιτιού που περιλαμβάνει σαλόνι και τραπεζαρία.
[λόγ. σάλ(α) -ο- + τραπεζαρία]
- σαλούφα η [salúfa] Ο25 : (λαϊκότρ.) μέδουσα.
[;]
- σάλπα η [sálpa] & σάρπα 2 η [sárpa] Ο25 : είδος ψαριού που συγγενεύει με τη γόπα και είναι πολύ συχνό στις ελληνικές θάλασσες.
[αρχ. σάλπ(η) μεταπλ. -α· τροπή [l > r] πριν από σύμφ. (σύγκρ. αδελφός > αδερφός)]
- σαλπάρισμα το [salpárizma] Ο49 : η αναχώρηση του πλοίου ή η αναχώρηση με πλοίο.
[σαλπαρισ- (σαλπάρω) -μα]
- σαλπάρω [salpáro] Ρ6α : (ναυτ.) για πλοίο που σηκώνει τις άγκυρες και ανοίγεται στη θάλασσα και με επέκταση για κπ. που αναχωρεί με πλοίο: Tο πλοίο σαλπάρει στις 8.00. Tι ώρα θα σαλπάρουμε; || (επέκτ.) ξεκινώ για ταξίδι: Άντε, ετοιμάστε τις βαλίτσες και σαλπάρουμε γι΄ άγνωστα μέρη!
[αντδ. < ιταλ. salpar(e) -ω < παλ. ιταλ. sarpare < υστλατ. *exharpare < αρχ. ἐξαρπάζω `αποσπώ (την άγκυρα)΄]
- σάλπιγγα η [sálpiŋga] Ο28 : I. χάλκινο πνευστό μουσικό όργανο που χρησιμοποιείται κυρίως στο στρατό για τη μετάδοση παραγγελμάτων ή μηνυμάτων: H ~ σήμανε σιωπητήριο. Όταν ηχήσουν οι σάλπιγγες της Δευτέρας Παρουσίας, όταν έρθει η ώρα της κρίσεως. II. (ανατ.) για όργανα του σώματος που μοιάζουν με σάλπιγγες: α. καθένας από τους δύο αγωγούς που συνδέουν τις ωοθήκες με τη μήτρα: Aριστερή / δεξιά ~. β. Ευσταχιανή* ~.
[λόγ: Ι: αρχ. σάλπιγξ, αιτ. -γγα· ΙΙ: σημδ. νλατ. salpinx < αρχ. σάλπιγξ & σημδ. γαλλ. tube]
- σαλπιγγίτιδα η [salpingítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή των σαλπίγγων της μήτρας.
[λόγ. < γαλλ. salpingite < αρχ. σαλπιγγ- (δες σάλπιγγαΙΙ) -ite = -ίτις > -ίτιδα]
- σαλπιγγογραφία η [salpiŋgoγrafía] Ο25 : ακτινογραφία των σαλπίγγων της μήτρας.
[λόγ. < αγγλ. salpingography < αρχ. σαλπιγγ- (δες σάλπιγγαΙΙ) -ο- + -graphy = -γραφία]
- σαλπιγκτής ο [salpiŋgtís] Ο7 : στρατιώτης που μεταδίδει παραγγέλματα με τη σάλπιγγα.
[λόγ. < αρχ. σαλπιγκτής]
- σαλπίζω [salpízo] Ρ2.1α : 1. ηχώ με τη σάλπιγγα, κυρίως για να μεταδώσω κάποιο στρατιωτικό παράγγελμα: ~ προσκλητήριο / ανάπαυση / σιωπητήριο. 2. (μτφ., λογοτ.) διακηρύττω, διαλαλώ κτ. με πάθος: Σαλπίζει στα πέρατα της οικουμένης τα δημοκρατικά ιδανικά.
[λόγ. < αρχ. σαλπίζω]



