Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ρ
717 εγγραφές [571 - 580]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ροντάζ το [rodáz] Ο (άκλ.) : ροντάρισμα.

[λόγ. < γαλλ. rodage]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ροντάρισμα το [rodárizma] Ο49 : το σύνολο των ενεργειών και διαδικασιών του ροντάρω: Kάνω ~, ροντάρω.

[ρονταρισ- (ροντάρω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ροντάρω [rodáro] -ομαι Ρ6 : βάζω σε κίνηση ένα καινούριο αυτοκίνητο ή μια καινούρια μηχανή, ακολουθώντας κάποιους περιορισμούς, ώστε τα επί μέρους τμήματά τους να λειτουργήσουν και να εναρμονιστούν όσο γίνεται καλύτερα.

[γαλλ. rod(er) -άρω ή μέσω του ιταλ. rodar(e) ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ροντέλο το [rondélo] Ο39 : ποίημα με δεκατρείς στίχους και δύο μόνο ομοιοκαταληξίες για όλους τους στίχους: ~ γαλλικού / ιταλικού τύπου.

[ιταλ. rondello]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ροντέο το [rodéo] Ο (άκλ.) : είδος αγωνίσματος, κυρίως στην Aμερική, κατά το οποίο ο αναβάτης επιδεικνύει τη δεξιοτεχνία του στο να ιππεύει άγρια άλογα ή ταύρους ή στο να τιθασεύει μια αγέλη.

[λόγ. < αγγλ. rodeo]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ροξ το [róks] Ο (άκλ.) : είδος γλυκίσματος. ροξάκι το YΠΟKΟΡ.

[αγγλ. rocks πληθ. της λ. rock]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρόπαλο το [rópalo] Ο42 : ράβδος, συνήθ. ξύλινη, με διογκωμένο το ένα άκρο, που χρησιμοποιείται ως όπλο: Tο ~ του Hρακλή. || το κλομπ.

[λόγ. < αρχ. ῥόπαλον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ροπαλοφόρος ο [ropalofóros] Ο18 : αυτός που κρατά ρόπαλο, οπλισμένος με ρόπαλο. || (ως επίθ.): Ροπαλοφόροι διαδηλωτές.

[λόγ. < μσν. ροπαλοφόρος < ρόπαλ(ον) -ο- + -φόρος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ροπή η [ropí] Ο29 : 1α.κλίση, απόκλιση προς κατεύθυνση. β. (φυσ.) ~ δύναμης, το γινόμενο της έντασης μιας δύναμης επί την απόστασή της από ορισμένο σημείο. Hλεκτρική ~ ή ~ ηλεκτρικού διπόλου, το γινόμενο του ενός από τα δύο ίσα ηλεκτρικά φορτία ενός διπόλου επί τη μεταξύ τους απόσταση. Mαγνητική ~, το γινόμενο της ποσότητας μαγνητισμού του ενός πόλου του μαγνήτη επί την απόστασή του από τον άλλο πόλο. 2. έντονη φυσική κλίση, τάση: ~ προς το κακό / το καλό.

[λόγ. < αρχ. ῥοπή `κλίση της πλάστιγγας, βαρίδι που βαραίνει στην πλάστιγγα΄, 1α, 2: κατά τη σημ. του ρέπω & σημδ. γαλλ. inclination· 1β: σημδ. γαλλ. moment]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρόπτρο το [róptro] Ο39 : εξάρτημα εξωτερικής πόρτας σπιτιού, το οποίο μπορούσε να χτυπήσει ο επισκέπτης πάνω στην επιφάνειά της για να του ανοίξουν: Mπρούτζινο ~ σε σχήμα σκαραβαίου.

[λόγ. < αρχ. ῥόπτρον]

< Προηγούμενο   1... 56 57 [58] 59 60 ...72   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες