Παράλληλη αναζήτηση
| 717 εγγραφές [131 - 140] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρακί το [rakí] Ο43 & ρακή η [rakí] Ο29 (συνήθ. στον εν.) : δυνατό οινοπνευματώδες ποτό που παράγεται από την απόσταξη πρώτων υλών, όπως είναι τα στέμφυλα του σταφυλιού, τα μούρα ή τα δαμάσκηνα, με την προσθήκη διάφορων αρωματικών ουσιών· (πρβ. ούζο, τσίπουρο, τσικουδιά).
[τουρκ. rakι (αραβ. ῾arak)· μεταπλ. σε θηλ. με βάση την ομόηχη κατάλ. [i] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρακοκάζανο το [rakokázano] Ο41 : καζάνι για την απόσταξη στεμφύλων και την παρασκευή ρακής ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών.
[ρακ(ί) -ο- + καζάν(ι) -ο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρακοπότηρο το [rakopótiro] Ο41 : μικρό ποτήρι για ρακί· ποτήρι του ούζου.
[ρακ(ί) -ο- + ποτήρ(ι) -ο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρακόρ 1 το [rakór] Ο (άκλ.) : (τεχν.) μικρό κομμάτι σωλήνα με κοχλιώσεις που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση μεταλλικών σωλήνων ή ράβδων.
[λόγ. < γαλλ. raccord]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρακόρ 2 το : (κινημ.) το ομαλό πέρασμα από ένα πλάνο σε άλλο.
[λόγ. < γαλλ. raccord]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ράκος το [rákos] Ο46 : α.(λόγ.) ένδυμα φθαρμένο και σχισμένο σε πολλά μέρη ή κομμάτι σχισμένου παλιού υφάσματος· κουρέλι. β. (μτφ.) για πρόσωπο που βρίσκεται σε πλήρη ψυχική (και σωματική) κατάπτωση, εξουθένωση: H αποτυχία του τον έκανε ~ πραγματικό. Γίνομαι / καταντώ ~. ~ ηθικό. ~ ψυχικό και σωματικό.
[λόγ. < αρχ. ῥάκος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρακοσυλλέκτης ο [rakosiléktis] Ο10 θηλ. ρακοσυλλέκτρια [rakosiléktria] Ο27 : αυτός που, για βιοποριστικούς λόγους, ψάχνει και διαλέγει από τα σκουπίδια κάθε είδους αντικείμενα (χαρτιά, μπουκάλια κτλ.) για να τα πουλήσει.
[λόγ. ράκ(ος) -ο- + συλλέκτης μτφρδ. αγγλ. ragpicker· λόγ. ρακοσυλλέκ(της) -τρια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρακούν το [rakún] Ο (άκλ.) : παμφάγο θηλαστικό που απαντά στην Aμερική με κύριο χαρακτηριστικό το μαύρο χρώμα γύρω από την περιοχή των ματιών.
[λόγ. < αγγλ. raccoon (από γλ. των Iνδιάνων)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ραλαντί το [ralandí] Ο (άκλ.) : (σπάν.) ρελαντί.
[λόγ. < γαλλ. ralenti]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ράλι το [ráli] Ο (άκλ.) : αυτοκινητιστικός αγώνας (ταχύτητας) σε μια διαδρομή που ακολουθεί δρόμους του οδικού δικτύου μιας χώρας ή μιας περιοχής: Ο νικητής του ~ «Aκρόπολις». Aγώνες ~. ΦΡ κάνει ~, για οδηγό αυτοκινήτου όταν κινείται με μεγάλη ταχύτητα και επικίνδυνους ελιγμούς.
[λόγ. < αγγλ. rallye]



