Παράλληλη αναζήτηση
| 5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρωσικός -ή -ό [rosikós] Ε1 & ρώσικος -η -ο [rósikos] Ε5 : 1.που ανήκει ή αναφέρεται στους Ρώσους και στη Ρωσία ή που προέρχεται από αυτήν· (πρβ. σοβιετικός): Ρωσική ιστορία / εκκλησία / γλώσσα / κυβέρνηση. Ρωσικό προϊόν. Ρωσικοί χοροί. Ρωσικές μπαλαλάικες. Ρωσικό χαβιάρι. || Ρωσική / ρώσικη ρουλέτα*. || Ρωσική / ρώσικη σαλάτα, και ως ουσ. η ρώσικη & η ρωσική, είδος σαλάτας από μαγιονέζα και μικρά κομμάτια βρασμένων λαχανικών. 2. (ως ουσ.) η ρωσική, τα ρωσικά, τα ρώσικα, η ρωσι κή γλώσσα: Mαθήματα ρωσικής. Mετάφραση στα ρωσικά.
ρωσικά & ρώσικα ΕΠIΡΡ σε ρωσική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~. [λόγ. Ρώσ(ος) -ικός· Ρώσ(ος) -ικος (Ρώσος: λόγ. < μσν. Ρωσ(ία) -ος < εθν. όν. Ρως)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρωσο- [roso] & ρωσό- [rosó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στους κατοίκους της Ρωσίας, στους Ρώσους: ρωσόφωνος, ρωσόφιλος. || σε παρατακτικά σύνθετα: ~γερμανική συνεργασία, συνεργασία μεταξύ Ρώσων και Γερμανών.
[λόγ. θ. του ουσ. Ρώσ(ος δες στο ρωσικός) -ο-]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρωσομάθεια η [rosomáθia] Ο27 : η γνώση της ρωσικής γλώσσας.
[λόγ. ρωσομαθ(ής) -εια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρωσομαθής -ής -ές [rosomaθís] Ε10 : που είναι γνώστης της ρωσικής γλώσσας.
[λόγ. ρωσο- + -μαθής]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρωσόφιλος -η -ο [rosófilos] Ε5 : που έχει φιλική διάθεση προς τους Ρώσους, που υποστηρίζει την πολιτική τους: ~ πολιτικός. Ρωσόφιλη πολιτική.
[λόγ. ρωσο- + -φιλος]



