Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Π
5.986 εγγραφές [21 - 30]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παγανισμός ο [paγanizmós] Ο17 : η ειδωλολατρία, ιδίως μετά την επικράτηση του χριστιανισμού, όταν αυτή είχε πλέον περιοριστεί στους αγροτικούς πληθυσμούς: Στοιχεία / επιβιώσεις παγανισμού.

[λόγ. < γαλλ. paganisme < υστλατ. paganismus < paganus `ειδωλολάτρης΄ (δες στο παγανός) (-isme = -ισμός)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παγανιστής ο [paγanistís] Ο7 θηλ. παγανίστρια [paγanístria] Ο27 : οπαδός του παγανισμού· (πρβ. ειδωλολάτρης).

[λόγ. παγαν(ισμός) -ιστής· λόγ. παγανισ(τής) -τρια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παγανιστικός -ή -ό [paγanistikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στον παγανισμό· (πρβ. ειδωλολατρικός): Παγανιστικές θρησκείες / τελετές. Παγανιστική λατρεία. Παγανιστικά έθιμα. Παγανιστική τάση / διάθεση. H εικονογραφία από λειτουργική και πνευματική που ήτανε κατάντησε κοσμική και παγανιστική.

[λόγ. παγαν(ισμός) -ιστικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παγανό το [paγanó] Ο38 : (λαϊκότρ.) καλικάντζαρος· παγανός: Mεσάνυχτα, ώρα που βγαίνουν τα στοιχειά, τα παγανά και οι νεράιδες.

[μεταπλ. του παγανός σε ουδ. με βάση την αιτ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παγανός ο [paγanós] Ο17 : (λαϊκότρ.) καλικάντζαρος· παγανό.

[ελνστ. ή μσν. παγανός `αγρότης, αγροίκος, ειδωλολάτρης΄ (επειδή στα χωριά διατηρήθηκαν για μεγαλύτερο διάστημα οι προχριστιανικές θρησκείες) < λατ. pagan(us) (προφ. [pagá-], ίδ. σημ.) -ός (< λατ. pagus `η ύπαιθρος΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
παγάνος ο· πληθ. παγάνηδες.
  • Μη χριστιανός, αλλόθρησκος·
    • (εδώ προκ. για μουσουλμάνο):
      • να κάμεις παρακάλησιν στον Θεόν, να τους γλυτώσει 'κ τα χέρια των παγάνηδων (Καβαλίστας 54).

[<μτγν. ουσ. παγανός με επίδρ. λατ. paganus. Η λ. το 12. αι. και στο Du Cange]

[Λεξικό Κριαρά]
παγγέλαστος, επίθ.
  • Καταγέλαστος, γελοίος:
    • γέγονα παγγέλαστος όλων των γειτονιών μου (Ανάλ. Αθ. 36).

[<παν+ γελώ. Η λ. τον 4. αι. (Lampe, TLG)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παγγερμανισμός ο [panjermanizmós] Ο17 : (ιστ.) πολιτική κίνηση του 19ου αιώνα που αποσκοπούσε στην ενοποίηση υπό ενιαία πολιτική εξουσία όλων των λαών γερμανικής καταγωγής.

[λόγ. < γαλλ. pangermanisme < pan- = παν- + germanisme < german(ique) = γερμαν(ικός) -isme = -ισμός]

[Λεξικό Κριαρά]
παγγλυκονοστίμευτος, επίθ.
  • Πάρα πολύ γλυκός και νόστιμος·
    • (εδώ μεταφ. προκ. για πρόσωπο):
      • την κόρην την Ροδάμνην την παγγλυκονοστίμευτην ουκ ημπορώ χορτάσω (Λίβ. Esc. 2388).

[<επίθ. πάγγλυκος + νοστιμεύω]

[Λεξικό Κριαρά]
πάγγλυκος, επίθ.· συγκρ. παγγλυκύτερος· υπερθ. παγγλυκότατος· παγγλυκύτατος.
  • 1) (Προκ. για πόσιμο νερό) που πίνεται με μεγάλη ευχαρίστηση, πολύ εύγευστο:
    • ύδατα παγγλυκύτατα (Διήγ. πόλ. Θεοδ. 44· Αχιλλ. O 417).
  • 2) (Μεταφ.) πάρα πολύ γλυκός, ευχάριστος
    • α) (προκ. για λόγια):
      • (Διγ. Z 3711
    • β) (προκ. για αγαπημένο πρόσωπο):
      • να την θωρώ εχαιρόμην την κόρην μου την πάγγλυκον (Λίβ. Esc. 2387
      • (σε προσωποπ.):
        • (Πουλολ. 463
      • (σε προσφών.):
        • Υιέ μου παγγλυκύτατε (Φλώρ. 1166).

[<παν‑ + επίθ. γλυκός. Η λ τον 8.-9. αι. (TLG)]

< Προηγούμενο   1 2 [3] 4 5 ...599   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες