Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Π
5.986 εγγραφές [5601 - 5610]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωτεϊνικός -ή -ό [proteinikós] Ε1 : (βιολ.) που ανήκει ή αναφέρεται στις πρωτεΐνες ή που έχει σχέση με αυτές: Πρωτεϊνική αλυσίδα. Πρωτεϊνικό μόριο.

[λόγ. πρωτεΐν(η) -ικός μτφρδ. γαλλ. protéique < proté(ine) = πρωτεΐν(η) -ique = -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωτεϊνούχος -α / -ος -ο [proteinúxos] Ε14 : (βιολ.) που περιέχει πρωτεΐνες: Πρωτεϊνούχες τροφές.

[λόγ. πρωτεΐν(η) + -ούχος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωτείο το [protío] Ο39 : 1. (πληθ.) η πρώτη θέση, η απόλυτη υπεροχή που έχει κάποιος ή κτ. σε κπ. τομέα δραστηριότητας: Ο φιλόδοξος θέλει να έχει παντού και πάντοτε τα πρωτεία. H Ελλάδα κατέχει τα πρωτεία στον τομέα της ναυτιλίας. Tο Παρίσι διατηρεί / έχασε τα πρωτεία, ως πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης. (ειρ.) Έχουμε τα πρωτεία στον αριθμό των τροχαίων ατυχημάτων. 2α. (παρωχ.) το πρώτο βραβείο. β. η ανώτατη εξουσία, κυρίως η παπική: Tο ~ του πάπα / το παπικό ~, η θέση της καθολικής εκκλησίας για το προβάδισμα του πάπα έναντι των άλλων εκκλησιών, την αυθεντία του πάπα.

[λόγ. < αρχ. τά πρωτεῖα, τό πρωτεῖον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωτεργάτης ο [proterγátis] Ο10 θηλ. πρωτεργάτρια [proterγátria] Ο27 : αυτός που πρώτος συνέλαβε την ιδέα ενός έργου και που εργάστηκε δραστήρια για την πραγματοποίησή του, επικεφαλής των συνεργατών του: Ο Ρήγας Φεραίος ήταν ο ~ της εθνικής μας ανεξαρτησίας. Ο Ρ. Σουμάν ήταν ο ~ της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Οι πρωτεργάτες του πραξικοπήματος, πρωταίτιοι.

[λόγ. < μσν. πρωτεργάτης < πρωτ(ο)- + εργάτης· λόγ. πρωτεργά(της) -τρια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωτεύοντα τα [protévonda] Ο (βλ. Ε12) : (ζωολ.) τάξη ανώτερων θηλαστικών με πολλές υποδιαιρέσεις, που περιλαμβάνει τον άνθρωπο και τις διάφορες οικογένειες των πιθήκων. || (ως επίθ.): ~ θηλαστικά.

[λόγ. ουδ. πληθ. < αρχ. πρωτεύοντες `που έχουν την πρώτη θέση΄ μεε. του πρωτεύω σημδ. γαλλ. primates]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωτεύουσα η [protévusa] Ο27 : 1. πόλη, συνήθ. η μεγαλύτερη και σπουδαιότερη, όπου έχουν την έδρα τους η κυβέρνηση και οι άλλες διοικητικές αρχές ενός κράτους, η διοικητική πρωτεύουσα: H Aθήνα είναι η ~ της Ελλάδας και η Θεσσαλονίκη η συμπρωτεύουσα. || πόλη όπου εδρεύουν οι διοικητικές υπηρεσίες ενός νομού: H Aλεξανδρούπολη, ~ του νομού Έβρου. 2. χαρακτηρισμός πόλης που συγκεντρώνει τις περισσότερες και σπουδαιότερες δραστηριότητες ενός τομέα: Tο Παρίσι, πολλές δεκαετίες, ήταν η πνευματική ~ του κόσμου. Οικονομική / καλλιτεχνική ~. || Πολιτιστική ~ της Ευρώπης, θεσμός σύμφωνα με τον οποίο, κάθε χρόνο, μια πόλη γίνεται το κέντρο των πολιτιστικών εκδηλώσεων: Θεσσαλονίκη, Πολιτιστική ~ της Ευρώπης για το 1997.

[λόγ. θηλ. μεε. του πρωτεύω σημδ. γαλλ. ville capitale ή γερμ. Hauptstadt]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωτευουσιάνικος -η -ο [protevusxánikos] Ε5 : που έχει σχέση με την πρωτεύουσα ή με τον πρωτευουσιάνο, που τον χαρακτηρίζει ή που του ταιριάζει, συνήθ. για να δηλώσουμε θαυμασμό ή ειρωνεία: Πρωτευουσιάνικες συνήθειες. Έχει πάρει το πρωτευουσιάνικο ύφος. πρωτευουσιάνικα ΕΠIΡΡ: Mιλάει ~, σε αντίθεση με τον επαρχιώτικο ή χωριάτικο τρόπο.

[πρωτευουσιάν(ος) -ικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωτευουσιάνος ο [protevusxános] Ο18 θηλ. πρωτευουσιάνα [protevu sxána] Ο25α : αυτός που κατοικεί σε πρωτεύουσα ή που κατάγεται από αυτή, συνήθ. για να δηλώσουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που θεωρεί ται ότι έχει ο κάτοικος της πρωτεύουσας και που θεωρητικά τον κάνουν να υπερέχει σε σχέση με έναν επαρχιώτη ή χωριάτη, και ειρωνικά, για κπ. που είναι ξιπασμένος.

[πρωτεύουσ(α) -ιάνος· πρωτευουσιάν(ος) -α]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωτεύω [protévo] Ρ5.1α : 1. σε μια αξιολόγηση παίρνω την πρώτη θέση, κατατάσσομαι πρώτος: Είναι φιλότιμος μαθητής και θέλει να πρωτεύει πάντοτε. Πρώτευσε στις εξετάσεις. 2. (στο γ' πρόσ.) για κτ. που έχει ιδιαίτερη σημασία και που πρέπει να μας απασχολήσει κατά προτεραιότητα: Πρωτεύει το εθνικό συμφέρον· οι προσωπικές φιλοδοξίες έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Εκείνο που πρωτεύει είναι η διατήρηση της υγείας. || (απρόσ.): Πρωτεύει να διαφυλάξουμε την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας μας.

[λόγ. < αρχ. πρωτεύω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρωτεύων -ουσα -ον [protévon] Ε12 : για κτ. που έχει πολύ μεγάλη σπουδαιότητα, που έχει καθοριστική σημασία, σε αντίθεση προς κτ. δευτερεύον ή τριτεύον: H οικονομική ανάπτυξη έχει πρωτεύουσα θέση στο κυβερνητικό πρόγραμμα. Ο ρόλος των HΠA στις παγκόσμιες εξελίξεις ήταν ~. Έργα πρωτεύουσας σημασίας. Πρωτεύον ζήτημα. Πρωτεύοντα μαθήματα, τα κύρια, τα βασικά, και ως ουσ. τα πρωτεύοντα. || Tο πρωτεύον είναι να… / είναι πρωτεύον να…

[λόγ. < μεε. του πρωτεύω μτφρδ. γαλλ. principal]

< Προηγούμενο   1... 559 560 [561] 562 563 ...599   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες