Παράλληλη αναζήτηση
| 5.986 εγγραφές [5541 - 5550] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προωστικός -ή -ό [proostikós] Ε1 : (τεχν.) για όργανο με το οποίο επιτυγ χάνεται η πρόωση· προωστήριος: ~ τροχός.
[λόγ. < ελνστ. προωστικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρυμάτσα η [primátsa] Ο25α : (ναυτ.) καθένα από τα σκοινιά με τα οποία δένεται η πρύμνη του πλοίου με την προκυμαία: Δένω / λύνω την ~ / τις πρυμάτσες.
[πρύμ(η) -άτσα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρύμη η [prími] Ο30 : (οικ.) το πίσω άκρο ενός πλοίου και με επέκταση, ολόκληρο το πίσω τμήμα, σε αντιδιαστολή προς το μπροστινό άκρο ή τμήμα, δηλαδή την πλώρη· πρύμνη.
[αρχ. πρύμνη με απλοπ. του συμφ. συμπλ. [mn > m] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρυμίζω [primízo] Ρ2.1α : (ναυτ.) στρέφω την πρύμνη ενός πλοίου προς την κατεύθυνση του ανέμου.
[πρύμ(η) -ίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρυμιός -ά -ό [primnós] Ε2 : (λαϊκότρ.) πρυμνήσιος: Πρυμιό κατάρτι.
[ελνστ. πρυμναῖος με απλοπ. του συμφ. συμπλ. κατά το πρύμνη > πρύμη και συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρύμνα η [prímna] Ο25 : (λόγ.) πρύμνη. (έκφρ.) ανακρούω πρύμνα(ν), στρέφω το πλοίο προς την αντίθετη κατεύθυνση και φεύγω, και ως ΦΡ υποχωρώ από μια θέση ή άποψη.
[λόγ. < αρχ. πρύμνα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρυμναίος -α -ο [primnéos] Ε4 : (λόγ.) πρυμνήσιος. ANT πρωραίος: Πρυμναία γέφυρα.
[λόγ. < ελνστ. πρυμναῖος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρύμνη η [prímni] Ο30 : το πίσω άκρο ενός πλοίου και με επέκταση, ολόκληρο το πίσω τμήμα, σε αντιδιαστολή προς το μπροστινό άκρο ή τμήμα, δηλαδή την πλώρη· πρύμη.
[λόγ. < αρχ. πρύμνη]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρυμνήσια τα [primnísia] Ο40 : (λόγ., ναυτ.) οι πρυμάτσες.
[λόγ. < αρχ. πρυμνήσια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρυμνήσιος -α -ο [primnísxos] Ε4 : που έχει σχέση με την πρύμνη ή που ανήκει σε αυτή: ~ ιστός.
[λόγ. < αρχ. πρυμνήσιος]



