Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Πύλαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πυλαίος -α -ο [piléos] Ε4 : (ανατ.) πυλαία φλέβα, μέσω της οποίας μεταφέρεται στο ήπαρ αίμα φτωχό σε οξυγόνο.

[λόγ. < ελνστ. πυλαῖος `μπροστά στην πύλη΄ (κατά τη σημ. του πύλη)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες