Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πυλαίος -α -ο [piléos] Ε4 : (ανατ.) πυλαία φλέβα, μέσω της οποίας μεταφέρεται στο ήπαρ αίμα φτωχό σε οξυγόνο.
[λόγ. < ελνστ. πυλαῖος `μπροστά στην πύλη΄ (κατά τη σημ. του πύλη2γ)]