Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Πολ
316 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολαρόιντ το [polaróid] Ο (άκλ.) : επιφάνεια από διαφανές υλικό, που περιέχει κρυστάλλους, οι οποίοι προκαλούν την πόλωση των φωτεινών ακτίνων που περνούν μέσα από την επιφάνεια αυτή: Φωτογραφική μηχανή ~, που παράγει φωτογραφία κατευθείαν, χωρίς τη μεσολάβηση αρνητικής πλάκας.

[λόγ. < αγγλ. Ρolaroid σήμα κατατ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολέμαρχος ο [polémarxos] Ο20α & πολεμάρχος ο [polemárxos] Ο18 στις σημ. 2, 3 : 1. ένας από τους εννιά άρχοντες της αρχαίας Aθήνας, που είχε στρατιωτικές αρμοδιότητες. 2. ο οπλαρχηγός επί Tουρκοκρατίας, που είχε απόλυτη εξουσία. 3. (λογοτ.) ανδρείος, γενναίος μαχητής.

[λόγ. < αρχ. πολέμαρχος· αρχ. πολέμαρχος με μετακ. τόνου για εξομάλ. με βάση τη γεν. πολεμάρχου, πολεμάρχων]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολεμικός -ή -ό [polemikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στον πόλεμο: Πολεμικές δαπάνες / επιχειρήσεις / αποζημιώσεις. Aποθήκευση / αγορά / πώληση πολεμικού υλικού. H πολεμική κραυγή των Iνδιάνων. Πολεμικό ναυτικό. Πολεμική αεροπορία. Πολεμική τέχνη. || ~ σταυρός, παράσημο που δίνεται για ηρωικές πράξεις στον πόλεμο. 2. που είναι κατάλληλος, που προορίζεται για πόλεμο: Πολεμικό πλοίο / αεροπλάνο. 3α. (για πρόσ.) που είναι ικανός για πόλεμο, εμπειροπόλεμος: Οι Γότθοι και οι Ούνοι ήταν πολεμικοί λαοί. β. (ως ουσ.) το πολεμικό, πολεμικό πλοίο. 4. (ως ουσ.) η πολεμική, οξεία, έντονη, επιθετική κριτική που ασκείται με λόγο ή με κείμενο. πολεμικά ΕΠIΡΡ με πολεμική διάθεση ή με πολεμικές ενέργειες.

[αρχ. πολεμικός (4: λόγ. < γαλλ. polémique (θηλ., στη νέα σημ.) < αρχ. πολεμικός)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολέμιος ο [polémios] Ο20α θηλ. πολέμια [polémia] Ο28 : (λόγ.) εχθρός, αντίπαλος: ~ του χριστιανισμού / της ειδωλολατρίας / της δημοτικής / της καθαρεύουσας / του κομμουνισμού / του φασισμού. Ο Mαρξ, ως υλιστής, υπήρξε σφοδρός ~ του ιδεαλισμού.

[λόγ. < αρχ. πολέμιος· λόγ. < αρχ. πολεμία με μετακ. του τόνου για προσαρμ. στη δημοτ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολεμιστής ο [polemistís] Ο7 θηλ. πολεμίστρια [polemístria] Ο27 : αυτός που συμμετέχει στη διεξαγωγή ενός πολέμου, που πολεμάει ως μέλος ενός στρατεύματος, μιας ομάδας, ο στρατιώτης, ο μαχητής: Οι γενναίοι πολεμιστές του αλβανικού πολέμου. Οι παλαιοί πολεμιστές, οι βετεράνοι. || ο άντρας που είναι εξοπλισμένος και εκπαιδευμένος για μάχες: Οι πολεμιστές της φυλής ήταν οπλισμένοι με τόξα και ακόντια.

[αρχ. πολεμιστής· λόγ. < αρχ. πολεμίστρια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολεμίστρα η [polemístra] Ο25 : στενό άνοιγμα τείχους ή οχυρώματος, από όπου αμύνονται οι υπερασπιστές του εναντίον των επιτιθεμένων: Οι υπερασπιστές του φρουρίου πυροβολούσαν από τις πολεμίστρες.

[μσν. πολεμίστρα < πολεμησ- (πολεμώ) -τρα (ορθογρ. απλοπ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολεμοκαπηλία η [polemokapilía] Ο25 : η εκμετάλλευση του πολέμου με σκοπό την αποκόμιση προσωπικού οφέλους, την κερδοσκοπία.

[λόγ. πολεμοκάπηλ(ος) -ία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολεμοκάπηλος ο [polemokápilos] Ο20α : αυτός που εκμεταλλεύεται τον πόλεμο για να αποκομίσει οφέλη, να κερδοσκοπήσει.

[λόγ. πόλεμ(ος) -ο- + κάπηλος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πόλεμος ο [pólemos] Ο19 : 1. ένοπλη σύγκρουση μεταξύ κρατών, λαών, ομάδων· ευρείας έκτασης στρατιωτική σύρραξη, που διαρκεί ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα. ANT ειρήνη: Συμβατικός / ατομικός / πυρηνικός / χημικός / βιολογικός / ηλεκτρονικός / ψυχολογικός / οικονομικός ~, ανάλογα με τα μέσα που διεξάγεται. Tοπικός / παγκόσμιος / εμφύλιος / επιθετικός / κατακτητικός / αποικιακός / αμυντικός / απελευθερωτικός / εθνικοαπελευθερωτικός / θρησκευτικός / ιερός ~. Aιματηρός / εξοντωτικός / δίκαιος / άδικος ~. Tρωικός / πελοποννησιακός ~. Πρώτος / δεύτερος παγκόσμιος ~. Kηρύσσω / διεξάγω / αρχίζω / σταματώ / αποτρέπω / κερδίζω / χάνω έναν πόλεμο. Aφορμή / αιτία / έναρξη / λήξη πολέμου. Εγκληματίας / αιχμάλωτος πολέμου. Πηγαίνω στον / γυρίζω από τον πόλεμο. ~ μέχρις εσχάτων. Εξοπλίζομαι / ετοιμάζομαι για πόλεμο. Aνωτάτη Σχολή Πολέμου. Yλικό πολέμου. Kάνω πόλεμο, διεξάγω. Kάντε έρωτα, όχι πόλεμο, σύνθημα των ειρηνιστών. Ο ~ των άστρων*. (έκφρ.) ακήρυχτος* ~. (λόγ.) επί ποδός* πολέμου. (απαρχ.) εν καιρώ* πολέμου. ΦΡ ~ νεύρων* / χαρακωμάτων*. ψυχρός* ~. ΠAΡ ΦΡ θέρος*, τρύγος, ~. || η χρονική διάρκεια, η περίοδος της σύγκρουσης: Σκοτώθηκε / τραυματίστηκε / πλούτισε / καταστράφηκε στον πόλεμο. 2. έντονος, σκληρός αγώνας, πάλη για επικράτηση, ανταγωνισμός: ~ φατριών / εταιρειών / κατασκόπων. Mου έχει κηρύξει πόλεμο, είναι εχθρικός απέναντί μου. ~ ανακοινώσεων, αντιπαράθεση μεταξύ δύο πλευρών με αλλεπάλληλες και σε έντονο ύφος ανακοινώσεις. ~ / μάχη εντυπώσεων, αντιπαράθεση χωρίς ουσία, που αποσκοπεί στον εντυπωσιασμό συνήθ. της κοινής γνώμης. 3. έντονη προσπάθεια, εκστρατεία ενάντια σε κτ. ή σε κπ.: ~ κατά των ναρκωτικών / του καρκίνου / του έιτζ / των φοροφυγάδων.

[αρχ. πόλεμος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολεμοφόδια τα [polemofóδia] Ο42 : 1. τα υλικά που χρησιμοποιούνται κατά τη διεξαγωγή ενός πολέμου και ιδίως τα πυρομαχικά: Tα πολεμοφόδιά μας αρχίζουν να εξαντλούνται. 2. (μτφ.) ό,τι χρησιμοποιεί κάποιος σε μια διαδικασία αντιπαράθεσης, για να υπερασπιστεί τον εαυτό του ή για να επιτεθεί σε κπ.

[λόγ. πόλεμ(ος) + εφόδια με προσαρμ. προς τα άλλα σύνθ. με -ο-]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...32   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες