Παράλληλη αναζήτηση
218 εγγραφές [91 - 100] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιλοτάρισμα το [pilotárizma] Ο49 : 1. η διακυβέρνηση ενός σκάφους (ιδ. αεροσκάφους) 2. (για πλοία) πλοήγηση.
[πιλοτάρ(ω) -ισμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιλοτάρω [pilotáro] -ομαι Ρ6 : 1. είμαι πιλότος, κυβερνώ ένα σκάφος (ιδ. αεροσκάφος). 2. (για πλοία) πλοηγώ.
[ιταλ. pilotar(e) -ω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιλοτή η [pilotí] Ο29 : ελεύθερος χώρος, που σχηματίζεται στο ισόγειο ενός κτιρίου από τις κολόνες που το συγκρατούν: H ~ χρησιμοποιείται συνήθως ως χώρος παρκαρίσματος.
[λόγ. < γαλλ. pilotis (αρσ.) μεταπλ. σε θηλ. κατά τα άλλα ουσ. σε -η παρετυμ. πύλ(η) -ωτή, θηλ. του -ωτός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιλοτήριο το [pilotírio] Ο40 : ο χώρος του αεροσκάφους στον οποίο βρίσκονται τα όργανα οδηγήσεως· η καμπίνα του πιλότου.
[λόγ. πιλό(τος) -τήριον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιλοτιέρα η [pilotxéra] Ο25 : 1. το διεθνές σημείο (S) του ναυτικού κώδι κα σημάτων, που σημαίνει «ζητώ πλοηγό / πιλότο». 2. η πιλοτίνα, η πλοηγίδα.
[πιλότ(ος) -ιέρα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιλοτικός -ή -ό [pilotikós] Ε1 : που εφαρμόζεται δοκιμαστικά σε περιορισμένη κλίμακα με σκοπό να διαπιστωθεί η πληρότητά του, η δυνατότητα βελτίωσης και συμπλήρωσής του: Πιλοτική εφαρμογή ενός προγράμματος / μιας νέας μεθόδου. Εκατοντάδες νέοι δήλωσαν συμμετοχή στα νέα πιλοτικά προγράμματα του δήμου που στοχεύουν στη μείωση της ανεργίας.
πιλοτικά ΕΠIΡΡ: Οι νέες μέθοδοι διδασκαλίας θα εφαρμοστούν ~ σε είκοσι σχολεία της πρωτεύουσας και της επαρχίας. [λόγ. πιλότ(ος) -ικός μτφρδ. αγγλ. pilot project]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιλοτίνα η [pilotína] Ο25 : το πλοιάριο του πλοηγού, η πλοηγίδα.
[ιταλ. pilotina]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιλότος ο [pilótos] Ο18 : 1. ο κυβερνήτης αεροσκάφους: ~ της πολεμικής / της πολιτικής αεροπορίας. ~ καταδιωκτικού / βομβαρδιστικού. Γυναίκα ~. || Aυτόματος ~, αυτόματο σύστημα που επιτρέπει την οδήγηση σκάφους ή αεροσκάφους χωρίς την παρέμβαση του ανθρώπου. 2. ο πλοηγός. 3. (μτφ.) για κτ. που παρουσιάζεται ως δοκιμαστικό δείγμα: Ο παραγωγός της εκπομπής / του σίριαλ γύρισε ένα επεισόδιο πιλότο. Ο δήμαρχος φιλοδοξεί να κάνει το δήμο μας πιλότο. Έργο / επιχείρηση ~.
[αντδ. < παλ. ιταλ. & βεν. piloto -ς < μσν. *πηδώτης < αρχ. πηδ(όν) `πηδάλιο΄ (δες λ.) -ώτης (3: λόγ. σημδ. αγγλ. pilot)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πίνα η [pína] Ο25 : γένος μεγάλων θαλάσσιων μαλακίων με επίμηκες τριγωνικό όστρακο.
[αρχ. πῖνα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πινάκα η [pináka] Ο25 : (λαϊκότρ.) μεγάλο και βαθύ σκεύος (πιάτο) από ξύλο ή από πηλό· γαβάθα, τσανάκα.
[πινάκ(ι) μεγεθ. -α]