Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Παρά
652 εγγραφές [421 - 430]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραμητρικός -ή -ό [paramitrikós] Ε1 : (ιατρ.) που βρίσκεται κοντά στη μήτρα του γυναικείου σώματος: Παραμητρικό απόστημα. ~ ιστός.

[λόγ. παραμήτρ(ιον) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραμήτριος -α -ο [paramítrios] Ε6 : 1. ο παραμητρικός. 2. (ως ουσ., ανατ.) το παραμήτριο: α. ιστός που περιβάλλει τμήματα της μήτρας. β. τα όργανα που είναι συνεχόμενα προς τη μήτρα και ειδικότερα οι σάλπιγγες και οι ωοθήκες.

[λόγ. επίθ. < ουσ. παραμήτριον < νλατ. parametrium < para- = παρα- 1 + metrium < metr- < αρχ. μήτρ(α) -ium = -ιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραμητρίτιδα η [paramitrítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή του παραμητρίου.

[λόγ. < νλατ. parametritis < parametr(ium) = παραμήτρ(ιον) -itis = -ίτις > -ίτιδα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραμικρός -ή -ό [paramikrós] Ε1 : ο πάρα πολύ μικρός, ο ελάχιστος: Δεν έχω την παραμικρή όρεξη για φαΐ. Mας τα διηγήθηκε με τις παραμικρότερες λεπτομέρειες. || (ως ουσ.) το παραμικρό, το ελάχιστο: Δε θέλω ν΄ ακούσω το παραμικρό! || (έκφρ.) με το παραμικρό, με την ελάχιστη αιτία, αφορμή: Kλαίει / γελάει / θυμώνει / χαίρεται / μαλώνει με το παραμικρό.

[παρα- 2 + μικρός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραμίλημα το [paramílima] Ο49 : το παραμιλητό.

[παραμιλη- (παραμιλώ) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραμιλητό το [paramilitó] Ο38 : λόγια ασυνάρτητα, που λέγονται κάτω από ειδικές συνθήκες (υψηλός πυρετός, ύπνος κτλ.): Mέσα στο ~ του ανέφερε κάποια ονόματα.

[παραμιλ(ώ) -ητό]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραμιλώ 1 [paramiló] & -άω Ρ10.1α : 1. λέω λόγια ασυνάρτητα υπό την επήρεια ειδικών συνθηκών (υψηλός πυρετός, μέθη κτλ.): Είχε πυρετό και παραμιλούσε όλη τη νύχτα. Tρίκλιζε και παραμιλούσε τύφλα στο μεθύσι. 2. μιλώ στον ύπνο μου: Xτες βράδυ παραμιλούσες και μάλωνες με κάποιον. 3. μονολογώ: Περπατούσε παραμιλώντας και βρίζοντας.

[παρα- 1 μιλώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραμιλώ 2 & -άω : μιλώ υπερβολικά, πέρα από το κανονικό, από το μέτρο: Παραμίλησα και κουράστηκα.

[παρα- 2 + μιλώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραμίνα η [paramína] Ο25 : 1. μακρύ, στρογγυλό, χαλύβδινο ραβδί με το οποίο άνοιγαν τρύπες για το φουρνέλο. 2. το ραβδί που χρησιμοποιούν οι ραβδοσκόποι για ανακάλυψη υπόγειων στρωμάτων νερού.

[ιταλ. barramina με αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα - πιστόλα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραμνησία η [paramnisía] Ο25 : (ιατρ.) παθολογική διαταραχή της μνήμης (κενά, διαταραχή προσανατολισμού, ψευδαισθήσεις κτλ.).

[λόγ. < γαλλ. paramnésie < para- = παρα- 1 + -mnésie κατά το amnésie = αμνησία]

< Προηγούμενο   1... 41 42 [43] 44 45 ...66   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες