Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Παν
440 εγγραφές [301 - 310]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παντάπασι [pandápasi] επίρρ. τροπ. : (λόγ.) εξ ολοκλήρου, παντελώς.

[λόγ. < αρχ. παντάπασι]

[Λεξικό Κριαρά]
παντάπασι, επίρρ., (Διγ. Gr. 1037παντάπασιν, (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1555]παντάπασις, (Συναδ. φ. 57r, 82r, 143r).

[αρχ. επίρρ. παντάπασιν. Ο τ. ‑ις με προσκόλληση τελικού ‑ς. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
παντάπορος, επίθ.
  • Πάμφτωχος:
    • ο πένης, ο παντάπορος, ο περιστατεμένος (Προδρ. II 2).

[<παντ(ο)‑ + επίθ. άπορος. Η λ. στον Κουμαν.]

[Λεξικό Κριαρά]
πανταπού η.
  • Η πανταχού και πάντοτε παρούσα:
    • όνομα έν ουκ έχω, ειμή δώδεκα ήμισυ· το δε ήμισυ εστί Πανταπού (Σπανός D 1730).

[λογοπαίγνιο με τη λ. πανταχού]

[Λεξικό Κριαρά]
παντάρβης ο.
  • Μόνο στην έκφρ. παντάρβης λίθος = πολύτιμος λίθος με μαγικές ιδιότητες:
    • νικάς και τον αδάμαντα και τον παντάρβην λίθον (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 654).

[αρχ. ουσ. παντάρβη η με αλλαγή γένους. Η λ. το 12. αι.]

[Λεξικό Κριαρά]
πάντας, επίρρ.,
βλ. πάντα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παντατίφ το [pandatíf] Ο (άκλ.) : κόσμημα που κρεμιέται από το λαιμό με μικρή αλυσίδα.

[λόγ. < γαλλ. pendentif (προφ. [p\'Ε3d\'Ε3tif] )]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανταχόθεν [pandaxóθen] επίρρ. : (λόγ.) από όλα τα μέρη, από όλες τις πλευρές, από παντού: Διαμέρισμα ~ ελεύθερο, του οποίου κανένας εξωτερικός τοίχος δεν εφάπτεται με άλλο κτίσμα. H κυβέρνηση βάλλεται ~.

[λόγ. < αρχ. πανταχόθεν]

[Λεξικό Κριαρά]
πανταχόθεν, επίρρ.
  • 1)
    • α) Από παντού, από όλες τις πλευρές:
      • (Διγ. Z 3495
    • β) (με την πρόθ. από πλεοναστικά):
      • από πανταχόθεν της γης τρέχουσιν οι ευλαβείς χριστιανοί (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 55).
  • 2)
    • α) Παντού, σε όλα τα μέρη:
      • (Διήγ. Βελ. χ 476
      • επλάτυνεν ο ήλιος, έλαμψεν πανταχόθεν (Φλώρ. 635
    • β) παντού, σε όλες τις πλευρές, σε όλα τα σημεία:
      • διάχριε εκ του κατασκευασθέντος το στόμα πανταχόθεν του ιέρακος (Ιερακοσ. 4342).
  • 3) (Με γεν.) ολόγυρα, γύρω από:
    • καθέζονται οι πάντες πανταχόθεν του πυρός (Πτωχολ. α 91).

[αρχ. επίρρ. πανταχόθεν]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανταχού [pandaxú] επίρρ. τοπ. : (λόγ.) παντού, στην έκφραση ~ παρών, για το Θεό που βρίσκεται παντού ή μτφ. για άνθρωπο που βρίσκεται παντού για να προσφέρει βοήθεια ή που τον συναντά κανείς σε πολλά μέρη.

[λόγ. < αρχ. πανταχοῦ]

< Προηγούμενο   1... 29 30 [31] 32 33 ...44   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες