Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Παν
440 εγγραφές [241 - 250]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανομοιότυπος -η -ο [panomiótipos] Ε5 : για ό,τι είναι απόλυτα πιστή αναπαράσταση ή αντιγραφή άλλου (πρωτοτύπου): Πανομοιότυπη εικόνα.

[λόγ. παν- + ελνστ. ὁμοιότυπος `που έχει όμοια μορφή΄]

[Λεξικό Κριαρά]
πανονόστιμος, επίθ.,
βλ. παννόστιμος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανοπλία η [panoplía] Ο25 : η αμυντική, προστατευτική περιβολή (από δέρμα, μέταλλο κτλ.) των πολεμιστών σε παλαιότερες εποχές (π.χ. το κράνος, θώρακας, κνημίδες κτλ.): Οι βαριές σιδερένιες πανοπλίες των ιπποτών.

[λόγ. < αρχ. πανοπλία]

[Λεξικό Κριαρά]
πανοπλία η.
  • Πανοπλία:
    • (Ερμον. Λ 190), (Βίος Αλ. 2647
    • (εδώ μεταφ.):
      • την πανοπλίαν προσλαβού, τους λόγους των πατέρων (Γλυκά, Αναγ. 165· Βίος Αλ. 4583).

[αρχ. ουσ. πανοπλία. Τ. ‑ιά στο Somav. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
πανοπλίτης ο.
  • Πάνοπλος στρατιώτης:
    • κατεποντίσθησαν εν μέσῳ της θαλάσσης οι πανοπλίται Φαραώ (Παϊσ., Ιστ. Σινά 2054).

[<ουσ. πανοπλία + κατάλ. ‑ίτης ή αναλογ. προς το ουσ. οπλίτης. Η λ. τον 11. αι. (TLG· βλ. και Steph., Κουμαν., Συναγ. και L‑S)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάνοπλος -η -ο [pánoplos] Ε5 : 1.που έχει επάνω του, κρατά, όλο τον οπλισμό του: Πάνοπλοι στρατιώτες / φρουροί. || πλήρως και επαρκώς εξοπλισμένος: ~ στρατός. 2. (μτφ.) που έχει όλα τα εφόδια, τα προσόντα κτλ., για να αντιμετωπίσει κατάσταση ή περίσταση: Bγήκε στον αγώνα της ζωής ~.

[λόγ. < αρχ. πάνοπλος]

[Λεξικό Κριαρά]
πανοπράτης ο.
  • Υφασματοπώλης:
    • (Παράφρ. Χων. 639).

[<ουσ. πανίον + πράτης. Η λ. στο Meursius]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανόραμα το [panórama] Ο49 : 1.δημοφιλές θέαμα κατά το 18ο αι.· μεγάλων διαστάσεων ζωγραφική παράσταση μιας σειράς αφηγηματικών σκηνών ή ενός εκτεταμένου τοπίου, πάνω σε καμπύλη ή επίπεδη επιφάνεια η οποία περιστρέφεται ή ξετυλίγεται και φωτίζεται κατάλληλα, δίνοντας έτσι στους θεατές την εντύπωση ότι βλέπουν τα εικονιζόμενα αντικείμενα σε πραγματικό ορίζοντα. || η αίθουσα ή το κτίριο όπου παρουσιαζόταν αυτό το θέαμα. || (επέκτ.) κατασκευή σε σχήμα κιβωτίου με φακό, μέσα από τον οποίο βλέπει κανείς εναλλασσόμενες εικόνες σε μεγέθυνση. 2. η ωραία, εντυπωσιακή εικόνα εκτεταμένου τοπίου, το οποίο αντικρίζει κανείς από ψηλά. 3. παρουσίαση ενός θέματος μέσα από μια πλήρη και εκτενή αλληλουχία οπτικών ή αφηγηματικών εικόνων: Iστορικό ~. Tο ~ του 20ού αιώνα.

[λόγ. < αγγλ. panorama < pan- = παν- + αρχ. ὅραμα στη σημ.: `θέαμα΄ (η σύνθεση αυτή είναι έξω από τους κανόνες της αρχ. ελληνικής, αλλά ταιριάζει στα αγγλ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανοραμικός -ή -ό [panoramikós] & πανοραματικός -ή -ό [panorama tikós] Ε1 : που απλώνεται σε όλο (ή σχεδόν όλο) το πλάτος του ορίζοντα: Πανοραμική θέα / άποψη / εικόνα. Aπό την κορυφή του λόφου είχαμε μια πανοραμική θέα της πόλης. || Πανοραμική θέση, από την οποία μπορεί να έχει κανείς πανοραμική θέα. Πανοραμική κίνηση (κινηματογραφικής μηχανής), γύρω από σταθερό άξονα. || (μτφ.): Πανοραμική θεώρηση μιας ιστορικής περιόδου.

[λόγ. < αγγλ. panoramic < panoram(a) = πανόραμ(α) -ic = -ικός· μεταπλ. κατά το θ. οραματ- της λ. όραμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πανοσιολογιότατος ο [panosiolojiótatos] Ο20α : (έκκλ.) ως τιμητική προσηγορία αρχιμανδρίτη απόφοιτου θεολογικής σχολής.

[λόγ. πανόσι(ος) -ο- + λογιότατος υπερθ. του λόγιος]

< Προηγούμενο   1... 23 24 [25] 26 27 ...44   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες