Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Παλού
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλούκι το [palúki] Ο44 : 1.κομμάτι ξύλου (επίμηκες και με αιχμηρό άκρο), το οποίο μπήγουμε στο έδαφος ή σε τοίχο· πάσσαλος: Tα παλούκια ενός φράκτη. Έμπηξε στο χώμα ένα ~ κι έδεσε εκεί το ζώο. Στέκομαι σαν ~, (ειρ.) στέκομαι ακίνητος χωρίς να κάνω τίποτα: Tι στέκεσαι σαν ~ και δε μιλάς; ΦΡ άνθρωπος του σκοινιού και του παλουκιού, εξώλης και προώλης, κακοποιό στοιχείο, διεφθαρμένος. πηδάω πολλά παλούκια, είμαι άνθρωπος αμφιβόλου ηθικής. 2. (μτφ., λαϊκ., προφ.) για κτ. πάρα πολύ δύσκολο, για δυσκολία ανυπέρβλητη· (πρβ. αγγούρι): Mεγάλο / πολύ ~. Mας έβαλε κάτι παλούκια στις εξετάσεις, θέματα εξαιρετικά δύσκολα.

[μσν. παλούκι(ν) < *παλούκιον < υστλατ. *paluceus κατά τα υποκορ. σε -ιον < λατ. pal(us) υποκορ. -uceus]

[Λεξικό Κριαρά]
παλούκι το· παλούκιν· παλούκιον· πληθ. παλούκα.
  • 1)
    • α) Πάσσαλος (ως οικοδομικό υλικό, εδώ σε μεταφ.):
      • πήρες (ενν. συ, Χάρο) τους στύλους του σπιτιού και τα παλούκι’ αφήκες (Γεωργηλ., Θαν. 203
      • (ως εξάρτημα σκηνής):
        • (Συναδ. φ. 150v
        • παλούκα του μίσκαν (Πεντ. Έξ. XXXV 18
    • β) δοκάρι (εδώ σε μεταφ.):
      • πρώτα εβγάλετε το παλούκι από το μάτιν σας (Συναδ. φ. 92v
    • γ) πάσσαλος μπηγμένος στο έδαφος (για το δέσιμο ζώου):
      • (Παρασπ., Βάρν. C 310
      • (για περίφραξη κτήματος):
        • (Λέοντ., Αιν. IV 30
      • (σε παροιμία):
        • Οπού γυναικός ακούει εις χοντρόν παλούκι κρούει (Αιτωλ., Βοηβ. 231).
  • 2)
    • α) Μυτερό ραβδί:
      • παλούκι να είναι εσέν … και να σκάψεις μετ’ αυτό … και να σκεπάσεις το κοπριό σου (Πεντ. Δευτ. XXIII 14
    • β) (ως όργανο βασανισμού):
      • εξορύττουσιν τας κόρας αφειδώς με το παλούκιν των ομμάτων του αθλίου (Ερμον. Ω 238· Ασσίζ. 4155
    • γ) ρόπαλο:
      • ηθέλησεν να του τραβίσει μίαν παλουκιάν μετ’ εκείνον το παλούκιον (Μπερτολδίνος 135).
  • 3) Όργανο ανασκολοπισμού:
    • ωσάν κανέναν κλέπτη οπού τον δώσουν το παλούκι … και τον παν να τον φουρκίσουν (Συναδ. φ. 67r
    • (υβριστ.):
      • Κάθισμα και παλούκιν εις τον κώλον σου (Σπανός D 211).

[πιθ. <ουσ. πάλος + κατάλ. ‑ούκι ή <μεσν. λατ. *paluceum. Ο τ. ‑ιν στο Meursius. Ο τ. ‑ιον σε σχόλ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλουκιά η [paluká] Ο24 : χτύπημα με παλούκι.

[παλούκ(ι) -ιά]

[Λεξικό Κριαρά]
παλουκιά η.
  • Χτύπημα με παλούκι:
    • (Μπερτολδίνος 135).

[<ουσ. παλούκι + κατάλ. ‑ιά. Η λ. και σήμ. (ΛΚΝ)]

[Λεξικό Κριαρά]
παλούκιν, παλούκιον το,
βλ. παλούκι.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλουκοκαύτης ο [palukokáftis] Ο10 : μόνο στην ΠAΡ Mάρτης γδάρτης και (κακός) ~, για να τονίσουμε τα ξαφνικά και δυνατά κρύα του Mαρτίου, που παλιότερα ανάγκαζαν τους ανθρώπους να κάψουν ακόμα και τους φράχτες για να ζεσταθούν.

[παλούκ(ι) -ο- + καυ- (παλ. συνοπτ. θ. του καίω) -της]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλούκωμα το [palúkoma] Ο49 : 1.ανασκολοπισμός. 2. (μτφ., λαϊκ., προφ.) μεγάλη δυσκολία, δυσχέρεια, πάθημα.

[παλουκώ(νω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλουκώνω [palukóno] -ομαι Ρ1 : 1.διαπερνώ το σώμα κάποιου με πάσσαλο· (πρβ. ανασκολοπίζω, σουβλίζω). || υποβάλλω κπ. στο βασανιστήριο να παραμείνει όρθιος και ακίνητος, έως ότου εξαντληθεί πλήρως, δένοντάς τον σε πάσσαλο μπηγμένο στο έδαφος. 2. (μτφ., προφ., λαϊκ.) α. αναγκάζω κπ., συνήθ. φοβίζοντάς τον, να καθίσει κάπου και να μείνει εκεί, ακίνητος και ήσυχος. || (παθ.) κάθομαι· συνήθ. σε προστακτικές εκφράσεις που λέγονται με έντονα αυστηρό, περιφρονητικό και προσβλητικό ύφος, ή περιπαικτικά: Παλουκώσου στη θέση σου και μη βγάλεις τσιμουδιά. Άντε, παλουκωθείτε να φάμε. β. αναθέτω σε κπ. υποχρέωση, εργασία κτλ. επαχθέστατη· φορτώνω: Tους παλούκωσε μ΄ ένα σωρό χρέη και έφυγε. || (συνήθ. παθ.) αναλαμβάνω υποχρέωση, εργασία κτλ. επαχθέστατη· φορτώνομαι: Tην παλουκώθηκα τη δουλειά.

[μσν. παλουκώνω < παλούκ(ι) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
παλουκώνω.
  • 1) Ανασκολοπίζω:
    • (Χρον σουλτ. 11125
    • άλλον κρεμνούν, άλλον παλουκώνουν, άλλον κόφτουν το κεφάλιν του (Συναδ. φ. 176r).
  • 2) (Για ζώο) δένω σε πάσσαλο μπηγμένο στο έδαφος:
    • (Αρμούρ. 26).

[<ουσ. παλούκι + κατάλ. ‑ώνω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
παλουκωσία η· παλουκωσιά.
  • α) Σειρά πασσάλων μπηγμένων στο έδαφος·
    • (εδώ για την οριοθέτηση χώρου):
      • Εκάμαν τες παλουκωσιές τον τόπο να μοιράζουν, εκεί που τρέχουν τ’ άλογα (Ριμ. Απολλων. [679] (έκδ. ‑ίες)
  • β) ως σημείο όπου δένονται ζώα·
    • (εδώ σε επιρρ. χρ.):
      • παλουκωσίες ηστέκοντα δεμένα τα φαρία (Διγ. Esc. 429).

[<αόρ. του παλουκώνω + κατάλ. ‑ία]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες