Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ο
2.653 εγγραφές [531 - 540]
[Λεξικό Κριαρά]
ολίγον, επίρρ.· ελίγο· ελίγον· λίγο· λίγον· λλίον· ολίγο· ολιγό· όλιγον· ολιγόν· ολίον· ολλίγον· ολλίον.
— Βλ. και απολίγο, απολίγου, διολίγον.
  • Ά (Προκ. για ποσότητα, μέγεθος, ένταση, κλπ.) λίγο:
    • (Προδρ. III 271
    • από σε λιγότερον είναι δυστυχισμένος (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1248]· Απόκοπ. 367).
  • Β́ (Τοπ.) λίγο, σε μικρή απόσταση:
    • (Καλλίμ. 537
    • περιπατήσας δε ολιγόν εύρον οδόν αρχαίαν (Διήγ. πόλ. Θεοδ. 31).
  • Γ́ (Χρον.)
    • α) για λίγο:
      • καρτέρησε όλιγον (Λόγ. παρηγ. L 571· Ερωτόκρ. Ά 1437
    • β) σε λίγο:
      • (Διγ. Z 4257
    • γ) σιγά σιγά:
      • η μέρα ωσάν ήρχισε λίγο να ξημερώνει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 28121).
  • Εκφρ.
  • 1) Ακόμη ολίγο και να … = λίγο έλειψε, παρολίγο (να γίνει κ.):
    • (Πεντ. Έξ. XVII 4).
  • 2) Εις ολίγον ή ολιγόν =
  • (α) σε μικρό χρονικό διάστημα, σύντομα:
    • (Μπερτόλδος 65
  • (β) λίγο έλειψε, παρολίγο να γίνει κ.:
    • (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 22
  • (γ) μόλις που:
    • (Χρον. Τόκκων 1753).
  • 3) Κάθε λίγο, βλ. κάθε 2.
  • 4) Κατά ολίγον = λίγο λίγο, σιγά σιγά:
    • (Προδρ. IV 248-42 χφ K κριτ. υπ).
  • 5) Κατ’ ολίγον ολίγον (ή όλιγον ή ολιγόν), ολίγον (δε) κατ’ ολίγον (ή όλιγον), ολ(λ)ίγον το κατ’ όλιγον ή του κατ’ όλλιγου ή του κατ’ ολλίγου = λίγο λίγο, σιγά σιγά:
    • (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 415), (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1212 κριτ. υπ.), (Λίβ. Esc. 1630), (Περί ξεν. 3 κριτ. υπ.), (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. 1016), (Χούμνου, Κοσμογ. 1148), (Πουλολ. 631 κριτ. υπ.), (Μαχ. 3428).
  • 6) Με ολίγον, βλ. μετά 24α.
  • 7) Ολίγον ολίγον ή ολλίον ολλίον = λίγο λίγο, σιγά σιγά:
    • (Hist. imp. 47), (Μαχ. 61212, 13).
  • 8) Ολίγον, παρ’ ολίγον = σιγά σιγά, λίγο λίγο:
    • (Ιμπ. 749).
  • 9) Παρ’ ολίγον = λίγο έλειψε, παρολίγο (να γίνει κ.):
    • (Ερμον. K 249).
  • 10) Προς ολίγον ή ολιγόν = για λίγο, για σύντομο χρονικό διάστημα:
    • (Καλλίμ. 1325, 2418).
  • 11) Σαν ολίγο = λίγο έλειψε, παρολίγο (να γίνει κ.):
    • (Πεντ. Γέν. XXVI 10).
    • Φρ.
    • 1) Λίγό 'ναι που … = πριν από λίγο:
      • (Πανώρ. Έ 121).
    • 2) Ολίγ’ ολίγο(ν)ελίγο) ελείφτηκε ή ήλειψε να …, βλ. λείπω Απροσ. 4.
    • 3) Ολίον έμεινεν, βλ. μένω Φρ. 2.

[αρχ. επίρρ. ολίγον. Ο τ. λίγο στο Somav. και σήμ. Ο τ. λίγον στο Somav. (λ. ολίγον). Ο τ. λλίον σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. ποντ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ολιγονούσης, επίθ. 'λιγονούσης.
  • Που έχει λίγο μυαλό, ανόητος:
    • (Πιστ. βοσκ. I 4, 96).

[<επίθ. ολίγος + ουσ. νους με επίδρ. θηλ. σε ‑ουσα. Πβ. σημερ. ιδιωμ. αλαφρονούσης, αχαμνονούσης, βαρυνούσης]

[Λεξικό Κριαρά]
ολιγοπηγαίνω· 'λιγοπηαίνω.
  • Πηγαίνω σπάνια:
    • ηθέλησα ν’ αρχίσω να λιγοπηαίνω στου ρηγός για να τσ’ αλησμονήσω (Ερωτόκρ. Ά 284).

[<επίρρ. ολίγον + πηγαίνω. Τ 'λλιοπηγαίνω σήμ. κυπρ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ολιγόπιστος, επίθ.
  • Που δεν έχει ισχυρή θρησκευτική πίστη:
    • ολιγόψυχε και ολιγόπιστε άνθρωπε (Πηγά, Χρυσοπ. 199 (25)).

[μτγν. επίθ. ολιγόπιστος. Τ. λιγόπιστος στο Somav. και σήμ. Η λ. και σήμ. (λόγ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολιγόπιστος -η -ο [oliγópistos] Ε5 : (για πρόσ.) που δεν έχει έντονη θρησκευτική πίστη.

[λόγ. < ελνστ. ὀλιγόπιστος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολιγοπιστώ [oliγopistó] Ρ10.9α : χάνω (προς στιγμήν) τη θρησκευτική μου πίστη, γίνομαι ολιγόπιστος.

[λόγ. < ελνστ. ὀλιγοπιστῶ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολιγοπώλιο το [oliγopólio] Ο40 : η αποκλειστική άσκηση όλων των δραστηριοτήτων, οι οποίες σχετίζονται με ορισμένα αγαθά ή υπηρεσίες, από λίγες επιχειρήσεις· (πρβ. μονοπώλιο).

[λόγ. < γαλλ. oligopole < oligo- = ολιγο- + -pole κατά το monopole = μονοπώλιον]

[Λεξικό Κριαρά]
ολίγος, επίθ.· αλίγος· ελίγος· ελλίγος· λίγος· 'λιγός· 'λίος· 'λιος· 'λλίγος· 'λλίος· όλιγος· ολιγός· ολλίγος· υπερθ. λιγότατος· ολιγότατος.
  • 1)
    • α) Που υφίσταται σε μικρή ποσότητα, λίγος:
      • (Προδρ. IV 599
      • γιατρικό λίγο (Πανώρ. Ά 150
      • ελίγον κέρδος (Αχέλ. 1057
    • β) (μεταφ.):
      • 'λλίγην 'λεμοσύνην (Κυπρ. ερωτ. 298· Ερωτόκρ. Ά 1122).
  • 2)
    • α) Που υφίσταται σε περιορισμένο αριθμό:
      • τρίχας ολιγάς (Λόγ. παρηγ. O 568
      • πράγματα ολιγά (Σπαν. (Ζώρ.) V 103
      • η χαρά μου 'λλίους μήνες και πολλούς τα κλάματά μου (Κυπρ. ερωτ. 1267
    • β) (ως ουσ.):
      • ολιγοί μέλλουν στραφήναι εις τας χώρας τας ιδίας (Ερμον. Η 226· Φαλιέρ., Ιστ. 190
    • γ) που αριθμεί λίγα μέλη, ολιγάριθμος:
      • όχι από τη πληθότητά σας … εδιάλεξεν (ενν. ο Κύριος) εις εσάς, ότι εσείς το ολιγότερο από τα έθνη (Πεντ. Δευτ. VII 7
      • φουσσάτο … ολίγον (Χρον. Τόκκων 505).
  • 3) (Προκ. για χρον. διάστημα) που έχει μικρή διάρκεια, σύντομος:
    • την 'λλίγην την ζωήν με δίχα κλάμαν να την περάσω (Κυπρ. ερωτ. 1365· Λίβ. Sc. 152).
  • 4) (Προκ. για τοπ. έκταση, απόσταση) μικρός:
    • (Ροδινός 107), (Τζάνε, Κατάν. 16).
  • 5)
    • α) (Προκ. για μέγεθος) μικρός:
      • (Προδρ. IV 652
    • β) (προκ. για κείμενο, ομιλία) σύντομος:
      • ολίγον καταλόγιν (Περί ξεν. 3· Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι I 3).
  • 6) (Στο συγκρ., προκ. για ηλικία) μικρότερος:
    • γυναίκα … εις τους χρόνους ολιγότερη από τους εικοσιπέντε (Νομοκριτ. 68).
  • 7)
    • α) (Προκ. για ένταση) αδύναμος, ασθενής:
      • (Πιστ. βοσκ. V 5, 423
      • Το πλήθος δεν με θέλει ηκούγει από την ολίγην φωνήν (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 157v
    • β) (προκ. για συναισθήματα):
      • να μηδέν η αγάπη σου λιγότερή μοι γένει (Πόλ. Τρωάδ. 5795
    • γ) (προκ. για την ψυχή):
      • (Καρτάν, Π. Ν. Διαθ. φ. 241v).
  • 8)
    • α) (Προκ. για ποιότητα ή αξία) μικρός, ασήμαντος, μηδαμινός:
      • προτέρημαν ολίγον (Σπαν. Α 486· Ευγέν. 509
    • β) (για πρόσωπο) ανίκανος, ανεπιτήδειος (σε κ.):
      • ολίγος εις την γνώσιν (Συναδ. φ. 25r).
  • 9) Ανεπαρκής:
    • φύλαξιν είχαν (ενν. οι Αλβανίται) ολιγήν και βίγλα ουδέ όλως (Χρον. Τόκκων 792· Ερωφ. Γ́ 290).
  • 10) (Ως σύστ. αντικ.):
    • εποίκεν και ο ρε Ζακ ολλίγον και ο ρε Τζενίος ολλίον (Μαχ. 59030).
  • 11) (Με την αντων. τίποτις για να δηλωθεί κάτι το ελάχιστο):
    • Μαγάρι ας εύρομε για 'δά τίποτις λίγο μίσσο (Φαλιέρ., Ιστ. 389
    • έκφρ. ολίγον τίποτε περισσότερον = κάτι παραπάνω:
      • (Σοφιαν., Παιδαγ. 102).
  • 12) (Με το αρνητ. μόρ. ουκ για να δηλωθεί αρκετός, σημαντικός αριθμός, ποσότητα, χρόνος, κλπ.)
    • (Πουλολ. 552
    • Γέγονε δε αργία ουκ ολίγη (Έκθ. χρον. 7625).
  • Εκφρ.
    • 1) Εν ολίγῳ =
    • (α) σε μικρό χρονικό διάστημα, σύντομα:
      • (Έκθ. χρον. 7516
    • (β) περιληπτικά, με λίγα λόγια:
      • (Ψευδο-Σφρ.18820).
    • 2) 'Λίος λαός, βλ. λαός (I) 3β έκφρ. (1).
  • Το αρσ. ως ουσ. = (προκ. για εβραϊκή φυλή)
    • α) αυτή που αριθμεί λίγα μέλη
      • (Πεντ. Αρ. XXXIII 54
    • β) αυτή που έχει μικρή ιδιοκτησία:
      • τα κράτη … από το πολύ να πληθύνετε και από τον ολίγο να ολιγοστέψετε (Πεντ. Αρ. XXXV 8).
  • Το ουδ. ως ουσ. =
    • 1) Μικρή ποσότητα:
      • (Σπαν. (Ζώρ.) V 16
      • το λίγο εγίνηκε πολύ (Ερωτόκρ. Ά 101).
    • 2) (Περιληπτ. προκ. για ολιγομελείς εβραϊκές φυλές):
      • (Πεντ. Αρ. XXVI 56).
    • 3) (Ο συγκρ. επιρρ.) τουλάχιστον: Κρασοπ. B 74·
      • αν δεν είναι εις όλον, το ολιγότερον εις μέρος (Μπερτολδίνος 91).
  • [αρχ. επίθ. ολίγος. Ο τ. ελίκαι σήμ. ποντ. Ο τ. λίγ‑ στο Βλάχ. και σήμ. Ο υπερθ. λιγότατος στο Somav. και ολιγότατος στο Βλάχ. (‑γω‑). Ο τ. 'λλίος σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ολλίγος στο Meursius. Η λ. και σήμ. ποντ.]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    ολίγος -η -ο [olíγos] Ε3 : (λόγ.) λίγος, κυρίως σε εκφράσεις ουκ ~, πολύς: Έπαιζε χαρτιά και έχασε ουκ ολίγα. παρ΄ ολίγο, λίγο έλειψε να, παραλίγο. εντός ολίγου, σε λίγο. προ ολίγου, πριν από λίγο: Ήταν εδώ προ ολίγου· πιστεύω ότι δε θα αργήσει. εν ολίγοις ή δι΄ ολίγων, με λίγα λόγια. (προφ.) με ολίγη, για καφέ με λίγη ζάχαρη. (γνωμ.) των φρονίμων* ολίγα. (λόγ.) ολίγον ΕΠIΡΡ λίγο. (έκφρ.) ~ τι, κάπως: Είναι ~ τι βλάκας.

    [λόγ. < αρχ. ὀλίγος, ὀλίγον]

    [Λεξικό Κριαρά]
    ολιγόσαρκος, επίθ.
    • Ισχνός, λιπόσαρκος· λεπτοκαμωμένος:
      • οι ολιγόσαρκοι και ξηρότεροι άνδρες τοις τε όπλοις αεί εγκαρτερούσι δεινώς (Θεολ., Τζίρ. 35525.)>

    [μτγν. επίθ. ολιγόσαρκος. Η λ. και σήμ.]

    < Προηγούμενο   1... 52 53 [54] 55 56 ...266   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες