Παράλληλη αναζήτηση
| 2.653 εγγραφές [501 - 510] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ολιγάνθρωπος -η -ο [oliγánθropos] Ε5 : ANT πολυάνθρωπος. 1. (για χώρο, περιοχή) που έχει λίγους κατοίκους. 2. (σπάν.) που αποτελείται από μικρό αριθμό ανθρώπων: Ολιγάνθρωπη ομάδα.
[λόγ. < αρχ. ὀλιγάνθρωπος]
- ολιγανίσκω· λιγανίσκω· ολλιγανίσκω.
-
- Ά (Μτβ.) μειώνω τη δύναμη, περιορίζω:
- η γεροντοσύνη … λιγανίσκει τη θωριάν και την λαλιάν (Ξόμπλιν φ. 124v).
- Β́ (Αμτβ.) ελαττώνομαι, λιγοστεύω·
- (προκ. για σύνολο προσώπων):
- πάσα πόλεμον χάννουνται πολλοί και … ολλιγανίσκουν (Μαχ. 42223).
- (προκ. για σύνολο προσώπων):
[<αόρ. του ολιγαίνω + κατάλ. ‑ίσκω. Τ. 'λλιανίσκω σήμ. κυπρ.]
- Ά (Μτβ.) μειώνω τη δύναμη, περιορίζω:
- ολιγάριθμος -η -ο [oliγáriθmos] Ε5 : (για σύνολο) που αποτελείται από μικρό αριθμό στοιχείων (ανθρώπων, αντικειμένων κτλ.). ANT πολυάριθμος: H ολιγάριθμη μεγαλοαστική τάξη. Ολιγάριθμο πλήθος. || μικρός σε αριθμό, σε πλήθος όμοιων πραγμάτων: H πλειοψηφία των τουριστών συγκεντρώνεται στα ολιγάριθμα πασίγνωστα μνημεία.
[λόγ. < μσν. ολιγάριθμος < ολιγ(ο)- + αριθμ(ός) -ος]
- ολιγάρκεια η [oliγárkia] Ο27 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα του ολιγαρκούς ανθρώπου: Σημαντικός παράγοντας ανάπτυξης της χώρας είναι η εργατικότητα και η ~ των κατοίκων της.
[λόγ. < ελνστ. ὀλιγαρκία, ὀλιγάρκεια]
- ολιγαρκής -ής -ές [oliγarkís] Ε10 : (για πρόσ.) που αρκείται σε λίγα, που δεν απαιτεί πολλά ή πολύτιμα αγαθά: Άνθρωπος ~ και οικονόμος.
[λόγ. < ελνστ. ὀλιγαρκής]
- ολιγαρχία η [oliγarxía] Ο25 : πολιτικό καθεστώς στο οποίο η εξουσία ανήκει σε μία μικρή και συνήθ. προνομιούχα ομάδα: Ολιγαρχίες και δημοκρατίες της αρχαίας Ελλάδας. || (επέκτ.): H ~ του πλούτου ή η οικονομική ~, για μικρή ομάδα ατόμων που κατέχει μεγάλο τμήμα του πλούτου μιας χώρας.
[λόγ. < αρχ. ὀλιγαρχία]
- ολιγαρχικός -ή -ό [oliγarxikós] Ε1 : που αναφέρεται στην ολιγαρχία: Ολιγαρχικό καθεστώς / πολίτευμα / κράτος. Σύγκρουση της ολιγαρχικής Σπάρτης με τη δημοκρατική Aθήνα. || (ως ουσ.) οι ολιγαρχικοί, οι οπαδοί της ολιγαρχίας ιδίως στην ελληνική αρχαιότητα: Kόμμα των ολιγαρχικών.
[λόγ. < αρχ. ὀλιγαρχικός]
- ολιγεύω· 'λιγεύω.
-
- Ελαττώνομαι, λιγοστεύω:
- ελίγεψέ μου η δύναμη (Βοσκοπ. 310)·
- ολίγεψεν η ταραχή (Λίβ. Esc. 1351).
[<επίθ. ολίγος + κατάλ. ‑εύω. Ο τ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και τ. ολιγεύγω και λιγεύγω στο Somav.]
- Ελαττώνομαι, λιγοστεύω:
- ολίγο, ολιγό, επίρρ.,
- βλ. ολίγον.
- ολιγο- [oliγo] & ολιγό- [oliγó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ολιγ- [oliγ], κυρίως σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετα συνήθ. επίθετα και τα παράγωγά τους· (πρβ. λιγο-): 1. (επιστ.) δηλώνει απόκλιση από το κανονικό κατά την οποία παρατηρείται μικρός αριθμός ή μικρή ποσότητα από αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~κύτταρος, ολιγόσπερμος· ολιγαιμία, ~δακτυλία, ~κυτταραιμία, ~μηνόρροια, ~σπερμία. 2. προσθέτει σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό την έννοια του λίγος αριθμητικά, ποσοτικά ή μεταφορικά. ANT πολυ- (στις περιπτώσεις που το β' συνθετικό επιδέχεται αρίθμηση, μέτρηση): α. με τη μορφή ολιγο-, όταν το β' συνθετικό είναι λόγιας προέλευσης: ολιγάριθμος, ολιγαρκής, ~γράμματος, ~ετής, ολιγόπιστος, ~πράγμων, ~σέλιδος, ολιγόστιχος, ολιγόυπνος. β. με διπλή μορφή: ολιγο- & λιγο- ανάλογα με το επίπεδο του λόγου, το είδος του λόγου ή και σε συνάρτηση με τον καταληκτικό φθόγγο της προηγούμενης λέξης: ολιγόλογη συνέντευξη, ολιγόλεπτο διάλειμμα· λιγόλογος άνθρωπος, τον ολιγόλογο άνθρωπο.
[λόγ. < αρχ. ὀλιγ(ο)- θ. του επιθ. ὀλίγο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ὀλιγ-αρχία, ὀλιγο-σιτία `το να τρώει κανείς λίγο΄, ελνστ. ὀλιγ-αρκής, μσν. ολιγό-ζωος & διεθ. oligo- < αρχ. ὀλιγο-: ολι γό-καινος < νλατ. oligocaenus]



