Παράλληλη αναζήτηση
| 2.653 εγγραφές [131 - 140] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οδοντο- [oδondo] & οδοντό- [oδondó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & οδοντ- [oδond], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : (συχνά επιστ.) α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα. I. συνήθ. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: α. αφορά τα δόντια, το οδοντικό σύστημα του ανθρώπου: οδονταλγία, ~φυΐα. β. είναι κατάλληλο για τα δόντια: οδοντόβουρτσα, ~γλυφίδα, οδοντόπαστα, οδοντόσκονη, οδοντότσιχλα. γ. έχει ως αντικείμενό του τα δόντια και το οδοντικό σύστημα: οδοντίατρος, ~στοματολόγος, ~τεχνίτης, ~στοματο λογία. II. (σπάν.) με αναφορά στους οδοντικούς φθόγγους: ~πρόφερτος. III. (ζωολ.) στην επιστημονική ονομασία ζώων: οδοντόγλωσσα, οδο ντόγνα θα. IV. με αναφορά στην οδόντωση του γραμματοσήμου: οδοντό μετρο.
[λόγ. < αρχ. ὀδοντ(ο)- θ. ὀδοντ- του ουσ. ὀδούς `δόντι΄ -ο- ως α' συνθ.: αρχ. ὀδοντο-φυΐα & διεθ. odonto- < αρχ. ὀδοντο-: οδο ντό-γλωσσο < νλατ. odontoglossum, οδοντο-λογία < γαλλ. odonto logie]
- οδοντόβουρτσα η [oδondóvurtsa] Ο27α : μικρή βούρτσα με μακριά λαβή που χρησιμοποιείται για το πλύσιμο των δοντιών.
[λόγ. οδοντο- + βούρτσα μτφρδ. γαλλ. brosse à dents ή γερμ. Zahnbürste]
- οδοντογιατρός ο [oδondojatrós] Ο17 θηλ. οδοντογιατρός [oδondojatrós] Ο34 : (οικ.) οδοντίατρος.
[προσαρμ. στη δημοτ. του οδοντίατρος κατά το γιατρός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- οδοντογλυφίδα η [oδondoγlifíδa] Ο26 : ειδικό, πολύ λεπτό και μυτερό κομμάτι συνήθ. από ξύλο και σπανιότερα από πλαστικό, που χρησιμοποιείται για να απομακρύνονται τα υπολείμματα των τροφών από τα διαστήματα ανάμεσα στα δόντια: Ένα κουτί οδοντογλυφίδες. || Σαν ~, για κπ. ή κτ. πολύ λεπτό: Πόδι / γάμπα / χέρι σαν ~. Έκανε δίαιτα κι έγινε σαν ~.
[λόγ. οδοντο- + γλυφ(ίς) -ίδα μτφρδ. γερμ. Zahnstocher]
- οδοντόκρεμα η [oδondókrema] Ο27α : φαρμακευτικό παρασκεύασμα σε κατάσταση πολτού που συσκευάζεται σε σωληνάριο και χρησιμοποιείται για το πλύσιμο των δοντιών και του στόματος· οδοντόπαστα: Παιδική ~.
[λόγ. οδοντο- + κρέμα μτφρδ. γερμ. Zahncreme]
- οδοντόπαστα η [oδondópasta] Ο27α : η οδοντόκρεμα.
[λόγ. οδοντο- + πάστα μτφρδ. γαλλ. patte dentifrice ή γερμ. Zahnpasta]
- οδοντόπονος ο [oδondóponos] Ο20 : πονόδοντος.
[λόγ. επίδρ. σε λαϊκό δοντόπονος(;) κατά το οδοντο- ή λόγ. οδοντο- + πόνος μτφρδ. γερμ. Zahnschmerz]
- οδοντοπρόσωπον το.
-
- Προκ. για παράσταση κεφαλής λιονταριού με ανοιχτό το στόμα:
- ας έλθει εκεί όπου είναι τα χρυσά αμάξια, οπού είναι γεγραμμένα των λεόντων τα οδοντοπρόσωπα (Βίος Αλ.2 105).
[<ουσ. οδούς ‑όντος + πρόσωπον]
- Προκ. για παράσταση κεφαλής λιονταριού με ανοιχτό το στόμα:
- οδοντοσκόπιο το [oδondoskópio] Ο40 : οδοντιατρικό εργαλείο, που αποτελείται από μικρό στρογγυλό καθρέφτη προσαρμοσμένο σε λαβίδα, με το οποίο ο οδοντίατρος μπορεί να εξετάζει καλύτερα τα δόντια και τη στοματική κοιλότητα.
[λόγ. οδοντο- + -σκόπιον]
- οδοντοστοιχία η [oδondostixía] Ο25 : (ανατ.) το σύνολο των δοντιών της κάθε σιαγόνας στη φυσική τους διάταξη· μασέλα2: ~ ανθρώπου / ζώου. Άνω / κάτω ~. || Tεχνητή ~, με την οποία αντικαθίσταται η φυσική, όταν καταστραφεί· μασέλα1.
[λόγ. οδοντο- + στοίχ(ος) -ία]



