Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ουρ
90 εγγραφές [51 - 60]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ουρήθρα η [uríθra] Ο25 : (ανατ.) ο πόρος που αρχίζει από την ουροδόχο κύστη και οδηγεί τα ούρα έξω από τον οργανισμό.

[λόγ. < αρχ. οὐρήθρα]

[Λεξικό Κριαρά]
ουρήθρα η.
  • Ουρήθρα·
    • (εδώ) ουροδόχος κύστη, «φούσκα»:
      • πρησμένες ουρήθρες (Μπερτόλδος 81).

[αρχ. ουσ. ουρήθρα. Η λ και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ούρηση η [úrisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ουρώ· κατούρημα.

[λόγ. < αρχ. οὔρη(σις) -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ουρητήρας ο [uritíras] Ο2 : (ανατ.) ο καθένας από τους δύο σωλήνες που αρχίζουν από τα νεφρά και οδηγούν τα ούρα στην ουροδόχο κύστη: Aριστερός / δεξιός ~, που αρχίζει από τον αριστερό / δεξιό νεφρό.

[λόγ. < ελνστ. οὐρητήρ, αιτ. -ῆρα, αρχ. σημ.: `ουρήθρα΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ουρητήριο το [uritírio] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : μικρό κτίσμα, συνήθ. σε δημόσιο χώρο, ειδικά διαρρυθμισμένο για την ούρηση: Δημόσια ουρητήρια. || αφοδευτήρια.

[λόγ. ουρη- (ουρώ) -τήριον μτφρδ. γαλλ. urinoir]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ουρί το [urí] Ο (άκλ.) : ονομασία των όμορφων κοριτσιών, τα οποία σύμφωνα με το κοράνιο θα έχουν στον Παράδεισο οι πιστοί μουσουλμάνοι: Ένα ~ του Παραδείσου, και με επέκταση για πολύ όμορφη κοπέλα.

[λόγ. < γαλλ. houri < περσ. hūrī < αραβ. hūr]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ουρία η [uría] Ο25 : κρυσταλλική ουσία που υπάρχει κυρίως στα ούρα και δημιουργείται από την καύση αζωτούχων ουσιών στον οργανισμό: Διαπιστώθηκε επικίνδυνη αύξηση της ουρίας στο αίμα του ασθενή.

[λόγ. < γαλλ. ur(ée) -ία < urine < λατ. urina]

[Λεξικό Κριαρά]
ουριάζω, (I)· γουριάζω.
— Βλ. και γουριώ.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Θρηνώ, οδύρομαι:
      • (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Μάρκ. έ 38
      • κείνη … ουριάζει, κλαίει, μαδιέται και φωνάζει (Συναξ. γυν. 991).
    • 2) Ορμώ με φωνές, με αλαλαγμούς:
      • ούριαξαν ολόγυρα απάνω εις τον Τόρνον με τα κοντάρια οι πεζοί τα άλογα να σφάζξουν (Χρον. Τόκκων 2349).
    • 3) (Προκ. για ζώο) ουρλιάζω· (για κουρούνα ή κουκουβάγια) κράζω, (για σκύλο) αλυχτώ, (για γαϊδούρι) γκαρίζω:
      • (Μαχ. 66821, 22, 20), (Συναξ. γαδ. 318).
  • II. Μεσ. (με ενεργ. σημασ.) φωνάζω, ουρλιάζω:
    • (Πόλ. Τρωάδ. 5245).

[<αρχ. ωρύομαι. Ο τ. στο Meursius (λ. γουργιάζειν) και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και άλλοι τ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ουριάζω (II)· γουριάζω
  • (Προκ. για αβγό) κλουβιάζω:
    • (Φυσιολ. (Legr.) 240).

[<επίθ. ούριος + κατάλ. ‑ιάζω. Ο τ., καθώς και τ. β‑, και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ούριασμα το.
  • Ουρλιαχτό:
    • ουριάσματα και ταραχές μεγάλες … οι γυναίκες έκαμναν (Θησ. (Foll.) I 56).

[<αόρ. του ουριάζω + κατάλ. –μα. Τ. γουριάσματα στο Du Cange (λ. γουργός) και γ‑ στο Meursius]

< Προηγούμενο   1... 4 5 [6] 7 8 9   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες