Παράλληλη αναζήτηση
| 90 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ουρακοτάγκος ο [urakotáŋgos] Ο18 : 1. μεγαλόσωμος ανθρωποειδής πίθηκος με μακρύ τρίχωμα και πολύ μακριά χέρια: Ο ~ ζει στα νησιά Σουμάτρα και Bόρνεο. 2. (υβρ, μειωτ.) για πολύ άσχημο άνθρωπο.
[λόγ. < νλατ. orang-outan, ourangoutang από γλ. της Μαλαισίας με σημ.: `άνθρωπος του δάσους΄ (παρανόηση της σημ. από τους Ευρωπαίους)]
- ουρανής -ιά -ί [uranís] Ε8 & ουρανί [uraní] Ε (άκλ.) : που έχει ανοιχτό γαλάζιο χρώμα· γαλανός: ~ τοίχος. Ουρανί πουκάμισο. Mια ουρανί μπλούζα. || (ως ουσ.) το ουρανί, το ουρανί χρώμα.
[ουραν(ός) -ής· ουραν(ός) -ί 4]
- ουράνια τα [uránia] Ο39 : (λαϊκότρ., λογοτ.) ο ουρανός ιδίως στη σημ. 2. ΦΡ ανεβάζω κπ. / κτ. στα ~, τον επαινώ πολύ. είμαι στα ~, αισθάνομαι ευτυχισμένος.
[ελνστ. τά οὐράνια `τα πράγματα του ουρανού που τα έφτιαξε ο Θεός΄ ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του αρχ. επιθ. οὐράνιος]
- ουρανικός, επίθ· ορανικός.
-
- α) Ουράνιος· θεϊκός, θείος:
- στην Αρκαδιά δεν είν’ κλωνάρια να 'χουσι ορανική τη ρίζα (Πιστ. βοσκ. I 2 357 (έκδ. ορανιτή τη ρίση· διορθώσ.))·
- πνεύματα ουρανικά (Ζήν. Γ́ 139)·
- β) (μεταφ.) εξαίσιος, υπέροχος:
- Να 'χει (ενν. η κόρη) θωριάν … ουρανικήν και θείαν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [593]).
[<ουσ. ουρανός + κατάλ.‑ικός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. με διαφορ. σημασ.]
- α) Ουράνιος· θεϊκός, θείος:
- ουρανικός 1 -ή -ό [uranikós] Ε1 : 1. (γραμμ.) Ουρανικά σύμφωνα, που αρθρώνονται στον ουρανίσκο. || (ως ουσ.) τα ουρανικά, τα ουρανικά σύμφωνα. 2. (σπάν., λογοτ.) ουράνιος.
[λόγ.: 2: ουραν(ός) -ικός· 1: σημδ. γαλλ. palatal]
- ουρανικός 2 -ή -ό : (χημ.) που έχει σχέση με το ουράνιο.
[λόγ. < διεθ. uran(ium) = ουράν(ιο) -ic = -ικός]
- ουράνιο το [uránio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : ραδιενεργό χημικό στοιχείο που ανήκει στα μέταλλα, είναι σκληρό, γκρίζου χρώματος και βρίσκεται σε πολλά μεταλλεύματα πάντα μαζί με το ράδιο: Οξείδια / ισότοπα του ουρανίου. Εμπλουτισμένο ~. Tο ~ είναι βασική πρώτη ύλη για την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας.
[λόγ. < νλατ. urani(um) -ον με βάση το όν. του πλανήτη Ουρανού, που έτυχε να ανακαλυφτεί την ίδ. δεκαετία]
- ουράνιος, επίθ.
-
- 1)Που κατοικεί ή βρίσκεται στον ουρανό· που προέρχεται από τον ουρανό:
- (Διήγ. Αλ. G 26313), (Βέλθ. 453), (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1446).
- 2)
- α) Θεϊκός:
- μιλιές ουράνιες, οπού μ’ αυτές λαλούσι οι … θεοί (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [983]· Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 88)·
- διά του νόμου του ουρανίου (Ασσίζ. 36314).
- β) άγιος, ενάρετος:
- αιδούνταν τον άγιον εκείνον αρχιερέαν, εκείνον τον ουράνιον άνθρωπον (Χίκα, Μονωδ. 131).
- α) Θεϊκός:
- 3) (Μεταφ.) εξαίσιος, υπέροχος:
- η ουράνια κόρη η χαριτωμένη (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [355]).
- Εκφρ.
- 1) Ουράνιαι στρατιαί, βλ. στρατιά Εκφρ.
- 2) Ουράνιος άρτος, βλ. άρτος εκφρ. β.
- 3) Ουράνιος βασιλεία, βλ. βασιλεία 1γ.
- Φρ.
- 1) Απέρχομαι εις τας ουρανίους μονάς, βλ.μονή Φρ. 1.
- 2) Ντύνω κάπ. το ουράνιο ρούχο, βλ. ρούχο Φρ.
- Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = ο ουρανός, τα επουράνια:
- στα ουράνι’ ανέβη (ενν. ο Ιησούς Χριστός) (Διγ. O 1081)·
- ο … Ιησούς Χριστός … τον οποίον προσκυνούσιν άπαντα τα ουράνια και τα επίγεια και τα καταχθόνια (Βενετσάς, Δαμασκηνού Βαρλαάμ 984).
[αρχ. επίθ. ουράνιος. Η λ. και σήμ.]
- 1)Που κατοικεί ή βρίσκεται στον ουρανό· που προέρχεται από τον ουρανό:
- ουράνιος -α -ο [uránios] Ε6 : 1. που έχει σχέση με τον ουρανό, και ιδίως βρίσκεται σ΄ αυτόν: Ένα ουράνιο φαινόμενο. Ουράνιο σώμα, κάθε φυσι κό αντικείμενο που φαίνεται στον ουρανό και ιδίως ο ήλιος, η σελήνη και τα άστρα. Ουράνιο τόξο*. || (αστρον.) Ουράνια σφαίρα, η νοητή σφαίρα της οποίας κέντρο είναι ο παρατηρητής ή το κέντρο της γης, ενώ πάνω στην κοίλη επιφάνειά της φαίνονται ότι κινούνται τα ουράνια σώματα. Ουράνια μηχανική. Ο άξονας της ουράνιας σφαίρας. ~ θόλος*. ~ ισημερινός* / μεσημβρινός*. 2α. που έχει σχέση με τον ουρανό ως χώρο διαμονής του Θεού και άλλων υπερφυσικών δυνάμεων: Ουράνιες δυνάμεις. Ουράνιος Πατέρας, ο Θεός. Ουράνια δώματα. β. (μτφ.) που είναι πολύ ανώτερος από το συνηθισμένο: Ουράνια ομορφιά / αγαθότητα / γαλήνη.
[λόγ. < αρχ. οὐράνιος]
- ουρανίσκος ο [uranískos] Ο18 : το επάνω εσωτερικό τοίχωμα της στοματικής κοιλότητας· υπερώα: Tο σκληρό / μαλακό τμήμα του ουρανίσκου. Ο ρόλος του ουρανίσκου στην προφορά των φθόγγων.
[λόγ. < ελνστ. οὐρανίσκος (υποκορ. του αρχ. οὐρανός)]



