Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ονούφριος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Ονούφριος ο [onúfrios] Ο20 : μόνο στην έκφραση σαν τον Άγιο Ονούφριο, για πολύ αδύνατο άνθρωπο, χλωμό ή ζαρωμένο: Mε τη δίαιτα που έκανε έγινε σαν τον Άγιο Ονούφριο.

[λόγ. < ελνστ. Ὀνούφριος (αιγυπτ. προέλ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες