Παράλληλη αναζήτηση
| 1.709 εγγραφές [1531 - 1540] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξυλάδικο το [ksiláδiko] Ο41 : (οικ.) κατάστημα που πουλάει ξυλεία, καυσόξυλα ή ξυλοκάρβουνα. || ξυλουργείο.
[ξύλ(ο) -άδικο]
- ξυλάθρωπος ο,
- βλ. ξυλάνθρωπος.
- ξυλάκι το.
-
- 1) Ξυλαράκι (εδώ σε μεταφ.):
- (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Ματθ. ζ́ 3).
- 2) Μικρό πλοίο:
- (Πορτολ. Α 21231).
[<ουσ. ξύλον + κατάλ. ‑άκι. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ξυλαράκι (εδώ σε μεταφ.):
- ξυλαλάς ο.
-
- α) Ξυλαλόη (βλ. ά.):
- (Ασσίζ. 48823)·
- τον μόσχον και τον ξυλαλάν μυρίζει η ελικιά σου (Ερωτοπ. 223)·
- β) έκφρ. πίσσα του ξυλαλά = η αμυγδαλοειδής βενζόη, κοιν. μοσχολίβανο, αρωματική ρητίνη του δένδρου της ΝΑ Ασίας στύραξ ο βενζοϊκός (Γεννάδιος 862):
- (Υγρομαντ. 13114).
[<ουσ. ξυλαλόη πληθ. *ξυλαλ(ο)άδες· κατά Χατζ., Λεξ. <ουσ. ξύλον + αλάς. Η λ. στο Du Cange (‑ά) και σήμ. κυπρ.]
- α) Ξυλαλόη (βλ. ά.):
- ξυλαλόα η,
- βλ. ξυλαλόη.
- ξυλάλογον το.
-
- 1) Ξύλινο ομοίωμα αλόγου·
- ο «δούρειος ίππος»:
- (Τρωικά 53316).
- ο «δούρειος ίππος»:
- 2) Το παιγνίδι «αλογάκι» ή «ξυλογαϊδάρα»:
- ξυλάλογον ποιήσας και χρυσούν βλαττίν σκεπάσας αυτό και σαγίσας ως δήθεν καβαλικεύων αυτό (Παράφρ. Χων. 674).
[<ουσ. ξύλον + άλογον. Η λ. στο Meursius· βλ. και Steph.]
- 1) Ξύλινο ομοίωμα αλόγου·
- ξυλαλόη η· ξυλαλόα· ξυλαλόγη· ξυλαλοή.
-
- α) Αρωματικό ξύλο από δένδρα της Ν. και ΝΑ Ασίας του γένους Αετόξυλον (Γεννάδιος 2-3):
- Πέμματα εκαπνίζοντο παντοία …, άμπαρ και ξυλαλόαι (Διγ. Z 2805)·
- ξυλαλόην ινδικήν (Καλλίμ. 354)·
- (μεταφ. για πρόσωπο):
- (Αχιλλ. (Smith) N 1677)·
- β) προκ. για την κασία:
- (Πεντ. Έξ. XXX 24).
[<ουσ. ξύλον + αλόη· πβ. μεσν. λατ. lignum aloes (MLW, λ. aloe 1b). Βλ. και ξυλαλάς. Λ. ‑όν το στο Somav. Η λ. τον 6. αι.]
- α) Αρωματικό ξύλο από δένδρα της Ν. και ΝΑ Ασίας του γένους Αετόξυλον (Γεννάδιος 2-3):
- ξυλάνθρακας ο [ksilánθrakas] Ο5 : (λόγ.) ξυλοκάρβουνο.
[λόγ. ξυλ(ο)- + άνθραξ > άνθρακας μτφρδ. γαλλ. charbon de bois]
- ξυλάνθρωπος ο· ξυλάθρωπος.
-
- Ξύλινο ομοίωμα ανθρώπου, ανδρείκελο:
- ξυλάθρωπος παλιός ξαναζγουραφισμένος (Φορτουν. Δ́ 482).
- Η λ. ως παρων.:
- (Διαθ. Νίκωνος 256146).
[<ουσ. ξύλον + άνθρωπος. Η λ. στο Somav. (βλ. και Κουμαν.) και ο τ. σήμ. ιδιωμ. με διαφορ. σημασ.]
- Ξύλινο ομοίωμα ανθρώπου, ανδρείκελο:
- ξυλαράκι το.
-
- Μικρό κομμάτι ξύλου:
- έφερε ξυλαράκια … και άφτει φωτιά (Ριμ. Απολλων. [337])·
- (σε μεταφ.):
- τι βλέπεις το ξυλαράκι οπού είναι εις το μάτι του αδερφού σου …; (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Λουκ. ς́ 41).
[<ουσ. ξυλάρι + κατάλ. ‑άκι. Η λ. στο Meursius (‑ιον), στο Somav. και σήμ.]
- Μικρό κομμάτι ξύλου:



