Παράλληλη αναζήτηση
| 1.709 εγγραφές [1691 - 1700] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξύστρον το.
-
- Αυλάκι, χαντάκι:
- έχει (ενν. το χωράφιον) σκάλας μυρίας και κρημνά … και ξύστρα (Metrol. 8011).
[μτγν. ουσ. ξύστρον. Τ. και αρσ. ‑ος σήμ. ιδιωμ. με διαφορ. σημασ.]
- Αυλάκι, χαντάκι:
- ξυφτέρα η.
-
- Θηλυκό ξεφτέρι:
- (Κυπρ. ερωτ. 14215).
[<ουσ. ξυφτέριν + κατάλ. ‑α]
- Θηλυκό ξεφτέρι:
- ξυφτέρι, ξυφτέρι(ο)ν το,
- βλ. ξεφτέρι.
- ξυφτερογυρευτής ο.
-
- Είδος κυνηγετικού αρπακτικού πουλιού:
- ζάγανοι και … ξυφτερογυρευτάδες (Συναξ. γαδ. 35 (χφ - έκδ. ξιφθ‑))
[<ουσ. ξυπτέρι(ν) + γυρευτής]
- Είδος κυνηγετικού αρπακτικού πουλιού:
- ξύω· ?ξύνω· ξυώ· μτχ. παρκ. ξυσμένος.
-
- I. Ενεργ.
- 1) Κάνω κ. λείο με το τρίψιμο, λειαίνω:
- έξυσαν (ενν. τα μάρμαρα) και τα εστίλβωσαν (Hagia Sophia ω 52712).
- 2) Καθαρίζω κ. με ξύσιμο·
- α) (προκ. για άλογο) ξυστρίζω:
- (Αιτωλ., Μύθ. 573)·
- β) (προκ. για ψάρι) ξελεπίζω:
- (Ιμπ. (Legr.) 681).
- α) (προκ. για άλογο) ξυστρίζω:
- 3) (Προκ. για βασανιστήριο) γδέρνω:
- να κρεμάσουν τον άγιον και να τον ξυούσιν με νύχια σιδερένια (Ροδινός 215).
- 4) Τρίβω με τις άκρες των νυχιών μέρος του σώματος· (εδώ σε παροιμ. φρ.):
- Όποιος ξύει την ψώραν του άλλου, δροσίζει την εδικήν του (Μπερτόλδος 78).
- 5) Κομματιάζω:
- Λαγωού ορχίδια ξύσε τα με το μαχαίριν (Σταφ., Ιατροσ. 366).
- 6) Σκαλίζω, λαξεύω:
- λιθάριν … βαθία εξυσμένον (Αχιλλ. L 494 (έκδ. εζω‑)).
- 1) Κάνω κ. λείο με το τρίψιμο, λειαίνω:
- II. (Μέσ.) ξύνω μέλη του σώματός μου με σκοπό την αποτρίχωση:
- ξύουνται με γιαλία, διά να εβγάζουν τα μαλλία (Συναξ. γυν. 526).
[αρχ. ξύω. Η λ., ο τ. ξυώ (Βλάχ.), κ.ά. σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ‑νω και η μτχ. παρκ. ξυσμένος και σήμ.]
- I. Ενεργ.
- ξω- [kso] & ξώ- [ksó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (πρβ. εξω-)· α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· προσδίδει την έννοια του εξωτερικός σε αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ξώδερμος· ξώπετσα. || (προφ., λαϊκότρ.) συγκεκομμένος τύπος του εξω- με τον οποίο συχνά βρίσκεται σε εναλλαγή: ~κλήσι, ξώραφος· ξώλαμπρα, ξώπασχα, ξώσχολα.
[μσν. ξω- ως α' συνθ. < αρχ. ἐξω- < αρχ. επίρρ. ἔξω (πρβ. ελνστ. ἐξώ-κοιτος `ένα ψάρι που βγαίνει να κοιμηθεί στην ακτή΄) με αποβ. του αρχικού άτ. φων.: μσν. ξω-μένω, εξώ-στρατα `έξω απ΄ τη στράτα, από το δρόμο΄]
- ξωθιά η [ksoθxá] Ο24 : (λαϊκότρ.) νεράιδα.
[ίσως ξωτικιά > ξωτκιά (συγκ. του άτ. [i] ) > ξωθκιά (ανομ. τρόπου άρθρ. [tk > θk] ) > ξωθιά (απλοπ. του συμφ. συμπλ. [θk > θ] )]
- ξωκλήσι το [ksoklísi] & εξωκλήσι το [eksoklísi] Ο44 : μικρή εκκλησία που βρίσκεται στην εξοχή, μακριά από κατοικημένη περιοχή.
[μσν. εξωκκλήσιον < έξω + εκκλησ(ία) -ιον με αποφυγή της χασμ., αποβ. του τελικού συμφ. και αποβ. του αρχικού άτ. συμφ. (ορθογρ. απλοπ.)]
- ξωμάχος ο [ksomáxos] Ο18 : (λαϊκότρ.) αυτός που ασχολείται με αγροτικές εργασίες στο ύπαιθρο.
[ξω- + -μάχοςII με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
- ξωμερίτης ο [ksomerítis] Ο10 θηλ. ξωμερίτισσα [ksomerítisa] Ο27α : (λαϊκότρ.) αυτός που έχει έρθει από ξένο μέρος, που δεν είναι ντόπιος· ξενομερίτης.
[μσν. τα εξώμερ(α) `περίχωρα΄ (< έξω + μέρ(ος) -α, πληθ. του -ο) -ίτης με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· ξωμερίτ(ης) -ισσα]



