Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ξ
1.709 εγγραφές [1461 - 1470]
[Λεξικό Κριαρά]
ξιφοθήκη η.
  • α) Η θήκη ξίφους:
    • (Ερμον. Ξ 227
  • β) (πιθ.) φαρέτρα:
    • η κουλεός, ήγουν η ξιφοθήκη (Λεξ. IV 142).

[<ουσ. ξίφος + θήκη. Η λ. στον Ησύχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ξιφοκόνταρον το· ξιφηκόνταρον.
  • Η αιχμή ακοντίου:
    • να παίξουσιν τας κονταρεάς … δίχως τα ξιφηκόνταρα (Βυζ. Ιλιάδ. 648).

[<ουσ. ξίφος + κοντάριν]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξιφολόγχη η [ksifolónxi] Ο30 : είδος λόγχης που προσαρμόζεται στην άκρη της κάννης του τουφεκιού.

[λόγ. ξίφ(ος) -ο- + λόγχη μτφρδ. γαλλ. sabre-bayonnette, épée-bayonnette]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξιφομαχία η [ksifomaxía] Ο25 : μονομαχία με ξίφη.

[λόγ. ξίφ(ος) -ο- + -μαχία κατά το οπλομαχία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξιφομάχος ο [ksifomáxos] Ο18 : αυτός που ξιφομαχεί.

[λόγ. ξιφομαχ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξιφομαχώ [ksifomaxó] Ρ10.9α : μάχομαι με ξίφος.

[λόγ. ξιφομάχ(ος) -ώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξίφος το [ksífos] Ο46 : αγχέμαχο όπλο με ευθύ, πλατύ και οξύ χαλύβδινο έλασμα και με μήκος μεγαλύτερο από εξήντα πόντους. || ΦΡ διασταυρώνω* το ~ μου με κπ. / διασταυρώνουν τα ξίφη τους. ξιφίδιο το YΠΟKΟΡ το μικρό ξίφος που φέρουν με την επίσημη στολή τους οι μαθητές των παραγωγικών σχολών των ενόπλων δυνάμεων.

[λόγ. < αρχ. ξίφος· λόγ. < αρχ. ξιφίδιον υποκορ. του ξίφος]

[Λεξικό Κριαρά]
ξίφος το· γεν. πληθ. ξίφων.
  • 1)
    • α) Ξίφος, σπαθί:
      • (Χρον. Μορ. P 1542), (Ιμπ. 233
    • β) (σε μεταφ.):
      • Ξίφος έρχεται του Χάρου, που θερίζει την ζωήν (Αλφ. (Μπουμπ.) III 27
    • γ) (συνεκδ.) προκ. για χτύπημα με ξίφος:
      • να μη φοβάται τας πληγάς, να μη φοβάται ξίφη! (Διγ. Esc. 1327).
  • 2) (Μεταφ.)
    • α) ως όργανο πνευματικής θανάτωσης, τιμωρίας:
      • Ξίφος εστί των ασεβών … η του βιβλίου σύνθεσις (Αξαγ., Κάρολ. Έ 1341
    • β) προκ. για ερωτικό πάθος:
      • έχω ξίφος μέσα στην καρδιάν (Αχιλλ. L 214).
  • 3) Αιχμή (ακοντίου ή σπαθιού):
    • (Χρον. Μορ. H 7079
    • έκφρ. με του σπαθίου το ξίφος = για να δηλωθεί ότι κ. κερδήθηκε με ένοπλο αγώνα
      • (Χρον. Μορ. H 919).
  • 4) Βέλος:
    • τα ξίφη της φαρέτρας (Ερμον. Η 178
    • (του Χάρου και του Έρωτα, σε μεταφ.):
      • (Κυπρ. ερωτ. 1564, 11).

[αρχ. ουσ. ξίφος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ξιφοτράχηλος ο,
βλ. ξιφιοτράχηλος.
[Λεξικό Κριαρά]
ξιφουλκία η.
  • Το τράβηγμα του ξίφους από τη θήκη του, ξεσπάθωμα:
    • (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 328).

[μτγν. ουσ. ξιφουλκία]

< Προηγούμενο   1... 145 146 [147] 148 149 ...171   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες