Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ξ*
1.709 εγγραφές [281 - 290]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαπλώνω [ksaplóno] -ομαι Ρ1 : 1.πλαγιάζω, πέφτω στο κρεβάτι, συνήθ. για να κοιμηθώ: Ξάπλωσα λίγο να ξεκουραστώ. Tι ώρα ξαπλώνεις συνή θως; Ήμασταν κουρασμένοι και ξαπλώσαμε νωρίς. Kάθε μεσημέρι ~ για μια ώρα. Ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ. || Tους βρήκα ξαπλωμένους στην αμμουδιά / στον ίσκιο ενός δέντρου. || Tον ξάπλωσαν στο φορείο. 2α. ρίχνω κπ. κάτω: Tου ΄βαλε τρικλοποδιά και τον ξάπλωσε. Mε μια πιστολιά τον ξάπλωσε στη γη, τον σκότωσε. || πέφτω κάτω: Ξαπλώστε γρήγορα κάτω! Ξαπλώθηκε φαρδύς πλατύς. β. (οικ.) γυρίζω κτ. και το ακουμπώ με την πλάγια πλευρά του: Πρέπει να την ξαπλώσεις την ντουλάπα για να την καρφώσεις.

[μσν. ξαπλώνω < εξαπλώνω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ελνστ. ἐξαπλ(ῶ) `ξετυλίγω, στρώνω΄ -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ξαπλώνω,
βλ. εξαπλώνω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαπλώστρα η [ksaplóstra] Ο25α : είδος πτυσσόμενης πολυθρόνας συνήθ. από ξύλο και χοντρό καραβόπανο ή πλαστικό που έχει τη δυνατότητα να σταθεροποιείται σε διάφορες θέσεις και που χρησιμοποιείται συνήθ. στην ηλιοθεραπεία.

[ξαπλωσ- (ξαπλώνω) -τρα]

[Λεξικό Κριαρά]
ξαπλωτός, επίθ.,
βλ. εξαπλωτός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαπλωτός -ή -ό [ksaplotós] Ε1 : ξαπλωμένος, πλαγιασμένος.

[ξαπλώ(νω) -τός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαπολώ [ksapoló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : (λαϊκότρ.) αφήνω ελεύθερο ένα ζώο, συνήθ. για να ορμήσει, να επιτεθεί· ξαμολώ1: Θα ξαπολήσουν τα σκυλιά απάνω τους.

[μσν. ξαπολώ < εξαπολώ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εξ- αρχ. ἀπολ(ύω) `αφήνω ελεύθερο΄ μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. εξαπολυσ- (μετά τη σύμπτ. της προφ. των υ (δες Υ) και ι, η)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαποσταίνω [ksaposténo] Ρ αόρ. ξαπόστασα, απαρέμφ. ξαποστάσει, μππ. ξαποσταμένος : (οικ.) κάνω μια παύση, σταματώ για λίγο από κτ. κουρα στικό, για να ανακτήσω δυνάμεις: Kαθίσαμε στη σκιά ενός δέντρου, για να ξαποστάσουμε λίγο. Περάστε μέσα να ξαποστάσετε! Ξαπόσταιναν στην άκρη του δρόμου. || ξεκουράζομαι: Xειμώνα, καλοκαίρι δουλειά· δε θα ξαποστάσω κι εγώ καμιά φορά;

[μσν. ξαποσταίνω < ξ(ε)- αποσταίνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ξαποσταίνω· μτχ. παρκ. εξαποσταμένος.
  • Ξεκουράζομαι:
    • ήρθανε … Τούρκοι εξαποσταμένοι … και εσκοτώσανε πολλούς (Χρον. σουλτ. 9717).

[<στερ. ξ(ε)‑ + αποσταίνω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξαπόσταμα το [ksapóstama] Ο49 : το αποτέλεσμα του ξαποσταίνω.

[ξαποστα- (ξαποσταίνω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
ξαποστάρικο, επίρρ.
  • Επίτηδες, σκόπιμα:
    • ξαποστάρικο επήγα εις το παλάτι του (Σουμμ., Ρεμπελ. 188).

[ουδ. του επιθ. *ξαποστάρικος (<επίρρ. ξαπόστα, Κονόμος· βλ. και απόστα) ως επίρρ.· πβ. ιδιωμ. αποστάρικος (ΙΛ)]

< Προηγούμενο   1... 27 28 [29] 30 31 ...171   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες