Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ξ*
1.709 εγγραφές [1561 - 1570]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξύλινος -η -ο [ksílinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από ξύλο: Ξύλινο σπίτι. Ξύλινη πόρτα. Ξύλινο αλογάκι, παιδικό παιχνίδι. Tα ξύλινα τείχη των Aθηνών. (έκφρ.) ξύλινη γλώσσα, τυποποιημένη και ξερή δογματική γλώσσα. || (ως ουσ.) τα ξύλινα, τα ξύλινα όργανα της ορχήστρας, δηλαδή τα φλάουτα, τα όμποε και τα φαγκότα.

[λόγ. < αρχ. ξύλινος]

[Λεξικό Κριαρά]
ξυλινοσκευασμένος, μτχ. επίθ.
  • Κατασκευασμένος από ξύλο:
    • έσωθεν … ξυλινοσκευασμέναι (ενν. θύραι) (Παϊσ., Ιστ. Σινά 693).

[<επίθ. ξύλινος + μτχ. παρκ. του σκευάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
ξυλίτικος, επίθ.
  • Ξύλινος:
    • ξυλίτικην … σκάλαν (Πηγά, Χρυσοπ. 337 (12)).

[<ουσ. ξύλον + κατάλ. ‑ίτικος. Η λ. στο Βλάχ. (‑στι‑), στο Somav. (λ. ξυλένιος) και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξύλο το [ksílo] Ο39 : I1.σκληρή ουσία που βρίσκεται κάτω από το φλοιό των δέντρων και μερικών θάμνων και σχηματίζει τον κορμό, τα κλαδιά και τις ρίζες: ~ καρυδιάς / βελανιδιάς / πεύκου / καστανιάς. ΦΡ χτυπάω* ~. 2. κομμάτι από ξύλο: Tους κυνήγησαν με πέτρες και με ξύλα. ΠAΡ Άνθρωπος αγράμματος ~ απελέκητο*. Tίμιο ~, μικρό κομμάτι ξύλο που πιστεύουν ότι προέρχεται από το σταυρό του Xριστού και το έχουν ως φυλαχτό. ΦΡ επί ξύλου κρεμάμενος, για άνθρωπο φτωχό, μόνο και αβοήθητο. || (μτφ.): Kαθότανε ακίνητος σαν ~, για άνθρωπο άκαμπτο. 3. ξυλεία: ~ σκληρό / μαλακό / πολύτιμο. Πριονίζω / ροκανίζω / γυαλίζω το ~. Bιομηχανία / βιοτεχνία κατεργασίας ξύλου. Aπό τι ~ είναι φτιαγμένα τα έπιπλά σου; 4. (συνήθ. πληθ.) τα καυσόξυλα: Πήγα στο δάσος να κόψω ξύλα. H σόμπα μας καίει ξύλα. II. για ξυλοδαρμό συνήθ. σε περιφράσεις, εκφράσεις και ΦΡ δίνω / ρίχνω ~, δέρνω. τρώω ~, με δέρνουν: Έχει φάει κι έχει φάει ~ στη ζωή του. σπάω* / λιώνω* κπ. στο ~. κάνω κπ. τόπι* / τουλούμι* (στο ~). ένα χέρι* ~. κάνω κπ. μπλε* μαρέν στο ~. σαπίζω / μαυρίζω / ρημάζω / τουλουμιάζω κπ. στο ~, τον δέρνω πολύ άγρια. τον λύσσαξαν* στο ~. πέφτει ~, γίνεται καβγάς. το ~ της αρκούδας*. ΠAΡ ΦΡ το ~ βγήκε από τον Παράδεισο, για την παιδαγωγική αξία του ξυλοδαρμού. ξυλάκι το YΠΟKΟΡ: Παγωτό ~, παγωτό στο οποίο είναι ενσωματωμένο ένα μικρό πεπλατυσμένο κομμάτι ξύλου, για να το κρατάμε. ξυλαράκι το YΠΟKΟΡ.

[αρχ. ξύλον· ξύλ(ο) -αράκι]

[Λεξικό Κριαρά]
ξύλο το,
βλ. ξύλον.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξυλο- [ksilo] & ξυλό- [ksiló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ξυλ- [ksil], συνήθ. όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. συνήθ. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: α. είναι κατάλληλο, προορίζεται για ξύλινο αντικείμενο, ξύλινη επιφάνεια, κτλ.: ξυλαποθήκη, ξυλόκολλα. β. προέρχεται από το ξύλο: ξυλάλευρο, ξυλάνθρακας, ξυλέλαιο. γ. γίνεται, είναι φτιαγμένο από ξύλο: ~πάπουτσο, ξυλόπορτα, ξυλότοιχος, ~σκεπή. 2. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αφορά το ξύλο, έχει ως αντικείμενο εργασίας το ξύλο: ~γράφος, ξυλέμπορος, ~κόπος· ~γλυπτι κή, ~γραφία. 3. αναφέρεται στην έννοια του ξύλουI4, του καυσόξυλου: ξυλόσομπα. 4. αναφέρεται στην έννοια του ξύλουII, του ξυλοδαρμού: ~φορτώνω.

[1α, γ, 3, 4: μσν. ξυλ(ο)- θ. του ουσ. ξύλ(ο) -ο- ως α' συνθ.: μσν. ξυλ-άλογον `ξυλογαϊδάρα (παιδικό παιχνίδι)΄· 1β, 2: λόγ. < αρχ. ξυλ(ο)- θ. του ουσ. ξύλο(ν): αρχ. ξυλο-κόπος & γαλλ. xylo- < αρχ. ξυλο-: ξυλό-φωνο < xylophone]

[Λεξικό Κριαρά]
ξυλοβάλσαμον το.
  • Το ξύλο του βαλσαμόδεντρου:
    • (Ορνεοσ. αγρ. 53716).

[μτγν. ουσ. ξυλοβάλσαμον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξυλόβιδα η [ksilóviδa] Ο27α : είδος βίδας κατάλληλης για τη σύνδεση ξύλου με ξύλο ή με άλλο υλικό.

[ξυλο- + βίδα]

[Λεξικό Κριαρά]
ξυλόγατα η.
  • Ξύλινη ποντικοπαγίδα:
    • (Ζήνου, Βατραχ. 206).

[<ουσ. ξύλον + γάτα. Τ. ‑κατα στο Βλάχ. Η λ. (Meursius, λ. ‑γάτα· αυτ. τ. ‑κάτα) και τ. σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ξυλογέφυρον το.
  • Ξύλινο γεφύρι:
    • (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 424).

[<ουσ. ξύλον + γεφύριον. Τ. ‑γιό‑ σήμ. κυπρ. ως τοπων.]

< Προηγούμενο   1... 155 156 [157] 158 159 ...171   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες