Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ν
1.541 εγγραφές [1111 - 1120]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντάμα 1 η [dáma] Ο25α : 1.κυρία ή δεσποινίδα την οποία συνοδεύει ένας κύριος σε χορό ή σε άλλη κοινωνική εκδήλωση: Οι καβαλιέροι άλλαξαν τις ντάμες τους για τον επόμενο χορό. 2. τραπουλόχαρτο που παριστάνει γυναικεία φιγούρα: ~ κούπα / σπαθί.

[ιταλ. dama < γαλλ. dame]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντάμα 2 η : είδος επιτραπέζιου παιχνιδιού για δύο παίχτες, που παίζεται με πούλια σε πίνακα χωρισμένο σε εξήντα τέσσερα τετραγωνάκια, τα οποία έχουν εναλλάξ χρώμα σκούρο και ανοιχτό.

[ιταλ. dama < γαλλ. jeu de dames (δες στο ντάμα 1)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νταμάρι το [damári] Ο44 : (οικ.) το λατομείο.

[τουρκ. damar `φλέβα (πετρώματος)΄ ]

[Λεξικό Κριαρά]
ντάμε (I) ο, άκλ.· τάμε.
  • Έκφρ. τάμε ο Θεός = Κύριος ο Θεός (πβ. γαλλ. damedeu):
    • (Μαχ. 23822).

[<παλαιότ. γαλλ. dame]

[Λεξικό Κριαρά]
ντάμε (ΙΙ) σύνδ.· τάμε· τάμεν.
  • ’Ομως, εντούτοις:
    • Κυρά μου, φοβούμαι να πάγω· τάμε πάγω (Μαχ. 49419 χφ Ο κριτ. υπ.· Βουστρ. 9213-14).

[<παλαιότ. γαλλ. dame (Greimas) ή <λατ. tamen (Κεχαγιόγλου, Βουστρ., σ. 491)]

[Λεξικό Κριαρά]
νταμιζέλα η· ταμιτζέλλα· ταμοτζέλε.
  • 1) Κορίτσι συν. ευγενικής καταγωγής:
    • ελάτε, νταμιζέλες μου, κουρτέσες τιμημένες (Ημερολ. 108).
  • 2) (Προκ. για νεαρή κόρη ή για παντρεμένη γυναίκα από την τάξη των ευγενών) ακόλουθος, «κυρία επί των τιμών»:
    • η γυναίκα του ήτον μία από τες ταμιτζέλλες της ρήγαινας (Βουστρ. 306).

[<προβ. damizela - ιταλ. damigèlla· ο τ. ταμοτζέλε <παλαιότ. γαλλ. damoisele]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νταμιτζάνα η [damidzána] & νταμιζάνα η [damizána] Ο26 : μεγάλο γυάλινο δοχείο, καλυμμένο με ψάθινο ή πλαστικό πλέγμα, κατάλληλο για κρασί ή για νερό.

[ιταλ. damigiana < γαλλ. dame-jeanne (περιπαιχτικό) `κυρία Ιωάννα΄· λόγ επίδρ. με βάση το γαλλ. τύπο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντάμπιγκ το [dámpiŋg] Ο (άκλ.) : (οικον.) η πώληση ενός προϊόντος στο εξωτερικό, σε τιμή κατώτερη από εκείνη που πουλιέται στην εσωτερική αγορά κατά την ίδια χρονική περίοδο και με τους ίδιους όρους.

[λόγ. < αγγλ. dumping]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νταμπλ το [dábl] Ο (άκλ.) : (αθλ.) η κατάκτηση του τίτλου του νικητή από την ίδια ομάδα, σε δύο διαφορετικές διοργανώσεις κατά την ίδια αγωνιστική περίοδο.

[λόγ. < αγγλ. double]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νταμωτός -ή -ό [damotós] Ε1 : που είναι χωρισμένος σε τετραγωνάκια, που το χρώμα τους είναι εναλλάξ σκούρο και ανοιχτό.

[ντάμ(α) 2 -ωτός]

< Προηγούμενο   1... 110 111 [112] 113 114 ...155   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες