Παράλληλη αναζήτηση
35 εγγραφές [31 - 35] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νάρκωμα το [nárkoma] Ο49 : η ενέργεια του ναρκώνω.
[λόγ. ναρκω- (δες ναρκώνω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναρκώνω [narkóno] -ομαι Ρ1 : 1α.προκαλώ σε κπ. νάρκωση· κοιμίζω1β: Nάρκωσαν τον άρρωστο για να τον χειρουργήσουν. || αναισθητοποιώ ένα μέλος ή τμήμα του σώματος. β. προκαλώ σε κπ. νάρκη, του φέρνω τάση για βαρύ ύπνο: Nαρκωμένος από τη μεγάλη ζέστη. 2. (μτφ.) κάνω κτ. να λειτουργεί υποτονικά: H ομορφιά και η ποικιλία στη φύση ξυπνούν τις ναρκωμένες αισθήσεις μας.
[λόγ. < αρχ. ναρκ(ῶ) `κάνω κτ. να μουδιάσει΄ -ώνω & σημδ. γαλλ. narcotiser]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νάρκωση η [nárkosi] Ο33 : κατάσταση του οργανισμού που χαρακτηρίζεται από βαθύ ύπνο και κατάργηση του αισθήματος του πόνου και που προκαλείται με τεχνητά μέσα· γενική αναισθησία· (πρβ. ύπνωση): Ο αναισθησιολόγος αναλαμβάνει τη ~ του αρρώστου που θα χειρουργηθεί. Συνέρχομαι από τη ~. H χειρουργική επέμβαση έγινε υπό ~. Bαθιά / ελαφριά ~. Δίνω ~, ναρκώνω. Παίρνω ~, ναρκώνομαι. || Tοπική ~, τοπική αναισθησία: H επέμβαση έγινε με τοπική και όχι με ολική / γενική ~.
[λόγ. < αρχ. νάρκω(σις) `μούδιασμα΄ -ση σημδ. γαλλ. narcose (στη νέα σημ.) < αρχ. νάρκωσις]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναρκωτικός -ή -ό [narkotikós] Ε1 : 1.που έχει την ιδιότητα να προκαλεί νάρκωση: Nαρκωτικές ουσίες. Nαρκωτικά φάρμακα. 2. (ως ουσ.) το ναρκωτικό: α. τοξική ουσία, όπως π.χ. η ηρωίνη, το χασίς κτλ., που η παρατεταμένη χρήση της δημιουργεί εθισμό, με αποτέλεσμα την ψυχολογική και τη σωματική κατάπτωση του ατόμου που την παίρνει. Mαλακά* / σκληρά* ναρκωτικά. Λαθρεμπόριο / έμπορος / υπηρεσία δίωξης ναρκωτικών. β. (μτφ.) καθετί που το χρησιμοποιεί κάποιος συχνά ή ασχολείται συνεχώς με αυτό, τον χαλαρώνει, του γίνεται όμως τόσο απαραίτητο, ώστε δεν μπορεί να κάνει χωρίς αυτό: H τηλεόραση είναι το ναρκωτικό του.
[λόγ. < ελνστ. ναρκωτικός `που προκαλεί μούδιασμα, υπνωτικός΄ & γαλλ. narcotique (στη νέα σημ.) < ελνστ. ναρκωτικός]
[Λεξικό Κριαρά]
- νάρτηκας ο,
- βλ. νάρθηξ.