Παράλληλη αναζήτηση
| 35 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νάρκισσος ο [nárkisos] Ο20α : 1.διακοσμητικό φυτό, με άσπρα ή κίτρινα σαν καμπάνες άνθη που έχουν πολύ δυνατό άρωμα. 2. το άνθος του παραπάνω φυτού.
[λόγ. < αρχ. νάρκισσος]
[Λεξικό Κριαρά]
- νάρκισσος ο.
-
- Το φυτό νάρκισσος:
- (Διγ. Ζ 2775), (Βέλθ. 285).
[αρχ. ουσ. νάρκισσος. Η λ. και σήμ.]
- Το φυτό νάρκισσος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναρκοθέτηση η [narkoθétisi] Ο33 : η ενέργεια του ναρκοθετώ. 1. τοποθέτηση ναρκών σε μια περιοχή: H ~ μιας περιοχής. 2. (μτφ.) παρεμβολή στην εξέλιξη μιας διαδικασίας, με ύπουλο τρόπο, εμποδίων που θέτουν σε κίνδυνο την καλή έκβασή της: H ~ μιας προσπάθειας / ενός σχεδίου.
[λόγ. ναρκοθετη- (ναρκοθετώ) -σις > -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναρκοθετώ [narkoθetó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.τοποθετώ νάρκες σε μια περιοχή: Nαρκοθετήθηκαν τα σύνορα. Nαρκοθετημένη ζώνη. 2. (μτφ.) παρεμβάλλω στην εξέλιξη μιας διαδικασίας, με ύπουλο τρόπο, εμπόδια που θέτουν σε κίνδυνο την καλή έκβασή της· τορπιλίζω· (πρβ. υπονομεύω).
[λόγ. νάρκ(η) 2 -ο- + -θετώ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναρκοληψία η [narkolipsía] Ο25 : (ιατρ.) διαταραχή του οργανισμού, που προκαλεί περιοδικά ακατάσχετη τάση για ύπνο.
[λόγ. < γαλλ. narcolepsie < narco- < αρχ. νάρκ(η) -ο- + -lepsie = -ληψία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναρκομανής -ής -ές [narkomanís] Ε10 : που έχει εθιστεί στη χρήση των ναρκωτικών· τοξικομανής. || (συνήθ. ως ουσ.) ο ναρκομανής, θηλ. ναρκομανής.
[λόγ. ναρκο(μανία) -μανής < γαλλ. narcomanie < narco- < αρχ. νάρκ(η) -ο- + -manie = -μανία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναρκοπέδιο το [narkopéδio] Ο40 : περιοχή στην ξηρά ή στη θάλασσα, όπου έχουν τοποθετηθεί νάρκες σε μία ή σε περισσότερες σειρές.
[λόγ. νάρκ(η) 2 -ο- + πεδίον μτφρδ. αγγλ.(;) minefield]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναρκοσυλλέκτης ο [narkosiléktis] Ο10 : (στρατ.) στρατιωτικός που έχει εκπαιδευτεί στην ανίχνευση, τον εντοπισμό και την εξουδετέρωση ναρκών 2.
[λόγ. νάρκ(η) 2 -ο- + συλλέκτης]
[Λεξικό Κριαρά]
- ναρκότης η.
-
- Νάρκωση·
- (μεταφ.) νωθρότητα, αδράνεια:
- (Δούκ. 4113).
- (μεταφ.) νωθρότητα, αδράνεια:
[<ουσ. νάρκη αναλογ. με ουσ. σε ‑ότης. Η λ. στο Steph.]
- Νάρκωση·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναρκωδολάριο το [narkoδolário] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : ονομασία των δολαρίων που έχουν στην κατοχή τους, που συσσωρεύουν οι έμποροι ναρκωτικών ή όσοι ασχολούνται με την παράνομη διακίνησή τους.
[λόγ. < αγγλ. πληθ. narcodollars < narco(tics) = ναρκω(τικά) + dollar = δολάριο]



