Παράλληλη αναζήτηση
| 6.055 εγγραφές [171 - 180] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μάγουλο το [máγulo] Ο41 : 1α. το καθένα από τα δύο τμήματα του ανθρώπινου προσώπου που βρίσκονται ανάμεσα στο μάτι, το αυτί, το σαγόνι και τη μύτη: Φιλώ κάποιον στο ~. Mάγουλα βαθουλωμένα από την αδυναμία. Συμπλήρωσε το μακιγιάρισμά της με λίγο ρουζ στα μάγουλα. Xορεύουν ~ με ~. (έκφρ.) ρουφηγμένα μάγουλα, αδυνατισμένα. β. το αντίστοιχο τμήμα του προσώπου ορισμένων ζώων: Tα μάγουλα του αλόγου / του μοσχαριού. 2. (μτφ.) για το καθένα από τα δύο πλευρικά τμήματα διάφορων αντικειμένων που προεξέχουν και μοιάζουν με μάγουλα: Tα δύο μάγουλα της ρόδας των αυτοκινήτων / της πλώρης των πλοίων. ΦΡ κάνει κτ. ~, προεξέχει.
μαγουλάκι το YΠΟKΟΡ ιδίως στη σημ. 1. [ελνστ. μάγουλον < λατ. magul(um) -ον]
- μάγουλο(ν) το.
-
- 1) Η κάτω σιαγόνα (πβ. και κατωμάγουλον):
- (Διγ. Gr. 1086).
- 2) Μάγουλο:
- Μάγουλα ροδοκόκκινα (Βέλθ. 703).
[μτγν.(;) ουσ. μάγουλον, που απ. και σε σχόλ. (L‑S Suppl., TLG). Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- 1) Η κάτω σιαγόνα (πβ. και κατωμάγουλον):
- μαγουλοσύρνομαι.
-
- Ξεσχίζω με τα νύχια τα μάγουλά μου:
- κλαίει, … μαγουλοσύρνεται σκληρά (Σπαν. (Ζώρ.) V 447).
[<ουσ. μάγουλο(ν) + σύρνομαι. Τ. ‑σέρνομαι σήμ. ιδιωμ.]
- Ξεσχίζω με τα νύχια τα μάγουλά μου:
- μαγούνα η,
- βλ. μαούνα (Ι).
- μαγραπίτικος, επίθ.
-
- Μπαρμπαρέσικος (βλ. ά.):
- νάβαν μαγραπίτικην (Μαχ. 27615).
[<τοπων. *Μαγράπιν (<αραβ. Maghrib) + κατάλ. ‑ίτικος. Πβ. γαλλ. maugribin]
- Μπαρμπαρέσικος (βλ. ά.):
- μαδάρα η.
-
- Περιοχή ορεινή και άγονη:
- επληθύνασι σε κάμπους και εις μαδάρα (Π. Ν. Διαθ. φ. 269β, 17).
[<θηλ. του επιθ. μαδαρός με αναβιβ. τόνου. Η λ. και σήμ. κρητ. και ως τοπων.]
- Περιοχή ορεινή και άγονη:
- μαδαρίζω.
-
- Μαδώ, ξεπουπουλίζω:
- (Σταφ., Ιατροσ. 248).
[<επίθ. μαδαρός + κατάλ. ‑ίζω. Άσχ. νεότ. κρητ. (<ουσ. - τοπων. μαδάρα)]
- Μαδώ, ξεπουπουλίζω:
- μαδαρός, επίθ.
-
- 1) Φαλακρός:
- (Λεξ. II 312).
- 2) (Μεταφ. προκ. για τόπο) άδενδρος, χωρίς βλάστηση:
- βουνία … μαδαρά (Πορτολ. Α 4616).
[αρχ. επίθ. μαδαρός. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Φαλακρός:
- μαδάρωσις η.
-
- Σχηματισμός φαλάκρας:
- Περί ρεουσών τριχών και μαδάρωσιν (Ιατροσόφ. 511).
[μτγν. ουσ. μαδάρωσις]
- Σχηματισμός φαλάκρας:
- μαδέρα η [maδéra] Ο25 : είδος κρασιού που παράγεται στο ομώνυμο νησί.
[ιταλ. madera (ορθογρ. δαν.) < τοπων. Madera (νησί της Πορτογαλίας)]



