Παράλληλη αναζήτηση
| 6.055 εγγραφές [551 - 560] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαλακωσιά η [malakosxá] Ο24 : (προφ.) τόπος, στρώμα κτλ. που είναι μαλακό.
[μαλακωσ- (μαλακώνω) -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μάλαμα το [málama] Ο49 : 1. (παρωχ.) ο χρυσός. 2. (μτφ. για πρόσ.) πολύ καλός, με καλό χαρακτήρα, αισθήματα κτλ.: Άνθρωπος / παιδί / κορίτσι / καρδιά ~. Είναι ένα κομμάτι ~, είναι πολύ καλός. (έκφρ.) να παιδί / κορίτσι / μαθητής, να ~!, ειρωνικά ή επιτιμητικά.
[μσν. μάλαμα < ελνστ. μάλαγμα `μαλακό υλικό΄ με αφομ. [γm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- μάλαμα(ν) το,
- βλ. μάλαγμα.
[Λεξικό Κριαρά]
- μαλαματέν(ι)ος, επίθ.,
- βλ. μαλαγματένιος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαλαματένιος -α -ο [malamaténos] Ε4 : (παρωχ.) κατασκευασμένος από χρυσό: Mαλαματένια σκουλαρίκια. || (μτφ.): Kαρδιά μαλαματένια.
[μσν. μαλαματένιος < μαλαγματένιος με αφομ. [γm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] < μαλαγματ- (μάλαγμα δες στο μάλαμα) -ένιος]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαλαματώνω,
- βλ. μαλαγματώνω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μάλαξη η [málaksi] Ο33 : 1. (συνήθ. πληθ.) μασάζ που γίνεται σε ορισμένο σημείο του σώματος, συνήθ. με τα χέρια: Mαλάξεις της καρδιάς. Tεχνική / αποτελέσματα των μαλάξεων. 2. (σπάν.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μαλάσσω.
[λόγ. < ελνστ. μάλαξις (-σις > -ση)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαλαπέρδα η [malapérδa] Ο25α : (λαϊκ.) 1. το πέος. 2. μειωτικός χαρακτηρισμός για πρόσωπο.
[;]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαλάρια η [malária] Ο27α : (παρωχ.) η ελονοσία.
[ιταλ. malaria]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαλάσσω [maláso] -ομαι Ρ2.2 : α. (ιδ. για κτ. μαλακό) το πιέζω με τα χέρια μου με αποτέλεσμα να αλλάζει μορφή ή να γίνεται πιο μαλακό: ~ το κερί / τον πηλό / την πλαστελίνη. β. κάνω μαλάξεις.
[λόγ. < αρχ. μαλάσσω]



