Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Μ
6.055 εγγραφές [5931 - 5940]
[Λεξικό Κριαρά]
μύσσω,
βλ. μύζω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυσταγωγία η [mistaγojía] Ο25 : 1. θρησκευτική τελετή με έντονα μυστηριακό χαρακτήρα: Θεία ~, κατά τη διάρκεια της οποίας μετατρέπονται ο άρτος και ο οίνος σε σώμα και αίμα του Xριστού. 2. (μτφ.) για ακρόαμα, θέαμα κτλ. που προκαλεί έκσταση ή πνευματική ανάταση: H παράσταση ήταν αληθινή ~.

[λόγ. < αρχ. μυσταγωγία `μύηση στα μυστήρια΄]

[Λεξικό Κριαρά]
μυσταγωγία η.
  • (Με το επίθ. θεία) το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας:
    • (Ιστ. Ηπείρ. XXVI5).

[μτγν. ουσ. μυσταγωγία. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυσταγωγικός -ή -ό [mistaγojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη μυσταγωγία: ~ χαρακτήρας τελετών.

[λόγ. < ελνστ. μυσταγωγικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μύστακας ο [místakas] Ο5 : λόγ. 1. το μουστάκι. 2. (πληθ.) σημάδι της στίξης ({})· άγκιστρα.

[λόγ. < αρχ. (δωρ. διάλ.) μύσταξ, αιτ. -άκα (δες στο μουστάκι)]

[Λεξικό Κριαρά]
μυστηριακός, επίθ.
  • 1) Που διενεργείται με μυστικότητα, απόκρυφος· μυστικός:
    • μυστηριακάς … εορτάς και θυσίας (Σοφιαν., Παιδαγ. 116
    • Περί διαθήκης οπού γίνεται μυστηριακή (Βακτ. αρχιερ. 145).
  • 2) Έμπιστος:
    • κελεύει … έναν εκ τους οικείους μυστηριακόν και φρόνιμον (Βυζ. Ιλιάδ. 290).
  • Το θηλ. ως ουσ. = έμπιστη ακόλουθος:
    • το κορίτσι, οπού 'τον και μυστηριακή της κόρης (Φλώρ. 1660).

[μτγν. επίθ. μυστηριακός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυστηριακός -ή -ό [mistiriakós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τα μυστήρια: Mυστηριακές τελετές. Mυστηριακά σύμβολα. Mυστηριακές θρησκείες. 2. (λογοτ.) μυστηριώδης.

[λόγ. < αρχ. μυστηριακός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυστήριο το [mistírio] Ο40 : I1. κάθε τελετή της χριστιανικής εκκλησίας με την οποία μεταδίδεται στον άνθρωπο η Θεία Xάρη: Tο ~ της βαπτίσεως / του χρίσματος. Tα εφτά μυστήρια της ορθόδοξης εκκλησίας. Προαιρετικά / υποχρεωτικά μυστήρια. Tέλεση ενός μυστηρίου. Tα άχραντα μυστήρια, η Θεία Ευχαριστία. || (επέκτ.) για χαρακτηρισμό μιας θεάρεστης πράξης: Είναι ~ η ελεημοσύνη. 2α. κάθε χριστιανική θρησκευτική διδασκαλία που γνωστοποιήθηκε στους ανθρώπους από το Θεό και δεν είναι δυνατό να ερμηνευτεί ή να κατανοηθεί με τη λογική· (πρβ. δόγμα): Tο ~ της θείας ενσάρκωσης / της δημιουργίας. β. για καθετί που είναι άγνωστο, ανεξήγητο ή πολύ παράξενο: Tο ~ της ζωής / του θανάτου. Περιβάλλεται κτ. από πυκνό ~ / έναν πέπλο μυστηρίου. «Tα Mυστήρια της Kεφαλλονιάς», γνωστό έργο του Λασκαράτου. Διηγήματα / ιστορίες τρόμου και μυστηρίου. || Είναι κάποιος / κάτι ~. Είναι ~ πώς ζει με τόσο λίγα χρήματα. II1. (πληθ.) σύνολο από διδασκαλίες και τελετές θρησκευτικού χαρακτήρα, στις οποίες συμμετείχαν μόνο οι μυημένοι: Ορφικά / ελευσίνια μυστήρια. 2. είδος μεσαιωνικού θεατρικού έργου θρησκευτικού περιεχομένου.

[λόγ.: ΙΙ1: αρχ. μυστήριον· Ι: ελνστ. σημ.· ΙΙ2: σημδ. γαλλ. mystère < αρχ. μυστήριον]

[Λεξικό Κριαρά]
μυστήριο το· μυστήριο.
  • 1) Μυστική τελετή, ιεροτελεστία:
    • (Βίος Αλ. 5092), (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [297]).
  • 2)
    • α) Θρησκευτική αλήθεια που αποκαλύφθηκε από το Θεό:
      • πας λόγος θείος μυστήρια θεολογίας ανακαλύπτει (Πηγά, Χρυσοπ. 51(4)
    • β) (θεολ.) δόγμα:
      • το μυστήριον της Αγίας Τριάδος (Έκθ. χρον. 1926).
  • 3) (Εκκλ.)
    • α) προκ. για τα επτά μυστήρια της Εκκλησίας:
      • (Ασσίζ. 2803), (Ιστ. Βλαχ. 2204
    • β) (στον πληθ.) προκ. για το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας:
      • μεταλαμβανόμενος των αγίων μυστηρίων (Σεβήρ., Διαθ. 1895
      • τα άχραντα μυστήρια (Ιστ. Βλαχ. 1660).
  • 4) Ανεξιχνίαστη βουλή του Θεού
    • α) (προκ. για το Θεό των χριστιανών):
      • (Απολλών. 672
      • ποια γνώση δύνεται ποτέ να λογαριάσει τα του Θεού μυστήρια; (Θυσ. 724).
    • β) (γενικ.):
      • ο Χρόνος τα μυστήρια της Τύχης ου γινώσκει (Λόγ. παρηγ. O 285).
  • 5)
    • α) Παράδοξο και ανεξήγητο γεγονός (συν. με τα επίθετα ξένος, παράδοξος, φοβερός, φρικτός):
      • (Αλφ. καταν. 116), (Ιστ. πατρ. 11813
      • είδα μυστήριον φοβερόν (Λίβ. Esc. 112· Λίβ. P 218
    • β) (προκ. για το θάνατο):
      • (Διγ. Esc. 1730
    • γ) θαύμα:
      • τα μυστήρια του Ιησού Χριστού (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 296r).
  • 6) Προφητεία:
    • το μυστήριον οπού ήκουσα από τον άγγελον Μιχαήλ (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 90v).
  • 7) (Στον πληθ.) εκκλησιαστικά σκεύη:
    • τα αγαθά τα μυστήρια να τα έχουν κοσμικοί ουδέν πρέπει (Ασσίζ. 449).
  • 8) Σύμβολο:
    • έβαλεν εις τάξην γήινον ψωμί οπού βλέπεται εις μυστήριον του σώματός του (Χριστ. διδασκ. 151).
  • 9) Παράξενο, αξιοθαύμαστο κατασκεύασμα:
    • ήτον αμπέλι ριζωτόν από υαλιού … και είδα εις εκείνο φοβερόν μυστήριον (Λίβ. P 1058).
  • 10)
    • α) Μυστικό:
      • είπεν μου λόγους του κρυφούς, μυστήρια εδικά του (Λίβ. N 1168
    • β) (προκ. για ερωτική σχέση):
      • Ερώτων δε μυστήρια ερυθριώ του λέγειν (Διγ. Gr. 2149
    • γ) κρατικό απόρρητο:
      • Λαμβάνων παρά των Ρωμαίων μυστήρια τινά και ρίπτων εν τοις ωσί του Παγιαζίτ (Δούκ. 16125).
  • 11) Μυστικό σχέδιο· συνωμοτική ενέργεια:
    • το κατά της Πόλεως απεκαλύφθη μυστήριον (Σφρ., Χρον. 188· Σουμμ., Ρεμπελ. 186).
  • 12) Εμπιστευτικό μήνυμα, παραγγελία:
    • με απέστειλεν … ο αδελφός σου να σε είπω του μυστήριόν του, το τι σε συμβουλεύει (Χρον. Μορ. H 3743
    • έκφρ. ως εν μυστηρίῳ = κρυφά, εμπιστευτικά:
      • (Σφρ., Χρον. 1413‑14).

[αρχ. ουσ. μυστήριον. Ο τ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μυστήριος, επίθ.
  • Το αρσ. ως ουσ. = μύστης· κοινωνός· έμπιστος:
    • να τον ποίσει φίλον εγκάρδιον της ψυχής, μυστήριον της αγάπης (Φλώρ. 1446).

[<αρχ. ουσ. μυστήριον. Η λ. και σήμ. με διαφορ. σημασ.]

< Προηγούμενο   1... 592 593 [594] 595 596 ...606   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες