Παράλληλη αναζήτηση
| 6.055 εγγραφές [5901 - 5910] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μυροψίος, μυροψός ο,
- βλ. μυρεψός.
- μυρσίνη η [mirsíni] & μερσίνη η [mersíni] Ο30 : η μυρτιά.
[λόγ. < αρχ. μυρσίνη· τροπή του άτ. [ir > er] ]
- μυρσίνη η· μερσίνα· μερσίνη· σμυρσίνη.
-
- α) Το φυτό μυρτιά:
- (Ερωτοπ. 4)·
- κλαδίν από μερσίνα (Λίβ. Esc. 975)·
- (σε πιθ. αναφορά στην Παναγία τη Μυρτιδιώτισσα):
- να δοξάζομε (ενν. Δέσποινα) την άγια σου μερσίνη (Π. Ν. Διαθ. φ. 336 β 11)·
- β) κλαδί μυρτιάς:
- (Διγ. Gr. 1797)·
- γ) ο καρπός της μυρτιάς:
- μυρσίνην τετριμμένην (Ορνεοσ. 58220).
[αρχ. ουσ. μυρσίνη. Ο τ. (‑α) σε κυπρ. δημ. τραγ. Η λ. και ο τ. μερσ‑ και σήμ.]
- α) Το φυτό μυρτιά:
- μυρσίνιν το· μερσίνιν.
-
- Μυρτιά:
- εκ την Λάπηθον πὄχει χλωρά μερσίνια (Ιστ. Μαρκ. 346).
[<ουσ. μυρσίνη + κατάλ ‑ιν. Ο τ. και σήμ. κυπρ. και ως τοπων. Η λ. και σήμ. ποντ.]
- Μυρτιά:
- μυρσινόκοκκο(ν) το· μερσινόκοκκο(ν).
-
- Ο καρπός της μυρτιάς:
- (Ιατροσ. κώδ. ͵αϰά́́́́́.)>
[<ουσ. μυρσίνη + κόκκος. Ο τ. (‑ον) και σήμ. κυπρ. Η λ. (‑ον) στο Du Cange]
- Ο καρπός της μυρτιάς:
- μυρτέα η· μερτία· μερτιά· μυρτία· μυρτιά.
-
- α) Το φυτό μυρτιά:
- πολλές μερτές ήσαν με τ’ άνθος (Θησ. Ζ́ [578])·
- β) κλωνάρι μυρτιάς:
- τους ναούς όλους εστεφάνωσαν με δάφνη και μυρτίες (Λουκάνη, Άλ. Τροίας [643])·
- γ) φύλλο μυρτιάς:
- να τρέχουσιν εις τους αρρωστημένους με τες μυρτιές τες καπνιστές (Γεωργηλ., Θαν. 615).
[<ουσ. μύρτον + κατάλ. ‑έα. Ο τ. μερτιά και σήμ. κυπρ. Ο τ. ‑ία στον Ησύχ. Ο τ. ‑ιά στο Βλάχ. και σήμ. Τ. ‑τέ σήμ. κρητ. Η λ. και τ. με‑ σήμ. ιδιωμ.]
- α) Το φυτό μυρτιά:
- μυρτιά η [mirtxá] Ο24 : αειθαλές καλλωπιστικό φυτό που έχει μορφή θάμνου ή δέντρου με αρωματικά φύλλα και άσπρα μικρά άνθη: Δάσος από μυρτιές. || κλαδί ή φύλλα από μυρτιά: Στεφάνι από ~. Δάφνες και μυρτιές, ως σύμβολο δόξας.
[μσν. μυρτιά < μύρτ(ο) -ιά (αρχ. μύρτος ἡ)]
- μύρτινος -η -ο [mírtinos] Ε5 : που είναι φτιαγμένος από μυρτιά: Mύρτινο στεφάνι.
[λόγ. < ελνστ. μύρτινος]
- μύρτο το [mírto] Ο39 : 1α. η μυρτιά. β. κλαδί, φύλλα, άνθη ή καρπός μυρτιάς. 2. (ανατ., πληθ.) τμήματα του παρθενικού υμένα που παραμένουν μετά τη ρήξη του.
[1: αρχ. μύρτον· 2: λόγ. < αρχ. μύρτον]
- μυρτοκουμαροφάγος, επίθ.
-
- Που τρώει καρπούς μυρτιάς και κουμαριάς:
- μυρτοκουμαροφάγα (ενν. άρκε) (Διήγ. παιδ. 847).
[<ουσ. μύρτον + κούμαρον + ‑φάγος]
- Που τρώει καρπούς μυρτιάς και κουμαριάς:



