Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Μ
6.055 εγγραφές [5621 - 5630]
[Λεξικό Κριαρά]
μυαλός ο· εμυαλός· ομυαλός.
— Βλ. και μυελός.
  • (Στον εν. και πληθ.)
  • 1)
    • α) Εγκέφαλος, μυαλό:
      • τα καύκαλα με τους μυαλούς (Διακρούσ. 10310
      • μυαλόν βόειον (Σταφ., Ιατροσ. 110
    • β) (συνεκδ. για το κρανίο):
      • είχεν την πληγήν εις τόπον θερμόν, … καθά ένι απάνω του μυαλού (Ασσίζ. 43016).
  • 2) Νους, σκέψη, κρίση, λογικό:
    • όσον γερούν οι γέροντες … τόσον εκ το κεφάλιν τους ο μυαλός φυραίνει (Περί γέρ. (Δαν.) 198
    • φρ. βάνω μέσα στον ομυαλό (μου), βλ. βάνω I20ιε.

[μτγν. ουσ. μυαλός. Ο τ. ο‑ στο Βλάχ. (ομι‑) και σήμ. κρητ. Η λ. και ο τ. εμ‑ (Somav.) και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυαλωμένος -η -ο [mnaloménos] Ε3 : (για πρόσ.) λογικός, συνετός. ANT άμυαλος: Είναι ~ άνθρωπος. Mου φαίνεται μυαλωμένη γυναίκα. μυαλωμένα ΕΠIΡΡ.

[μυαλ(ό) -ωμένος]

[Λεξικό Κριαρά]
μύαξ ‑κας ο.
  • Μυάκιν (βλ. ά.):
    • (Hagia Sophia ω 5246).

[αρχ. ουσ. μύαξ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυασθένεια η [miasθénia] Ο27 : (ιατρ.) πάθηση που χαρακτηρίζεται από πολύ γρήγορη κόπωση των μυών του σώματος.

[λόγ. < γαλλ. myasthénie < my(o)- = μυ(ο)- 1 + αρχ. ἀσθένεια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυατονία η [miatonía] Ο25 : (ιατρ.) απουσία ή πολύ έκδηλη πτώση του μυϊκού τόνου.

[λόγ. < γαλλ. myatonie < my(o)- = μυ(ο)- 1 + αρχ. ἀτονία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυατροφία η [miatrofía] Ο25 : (ιατρ.) ατροφία των μυών.

[λόγ. < γαλλ. myatrophie < my(o)- = μυ(ο)- 1 + αρχ. ἀτροφία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μύγα η [míγa] Ο25 : 1. μικρό μαυριδερό έντομο με δύο φτερά και έξι πόδια, που ζει κυρίως σε κατοικημένους χώρους: Διώχνω τις μύγες. Σκεπάζει τα φαγητά για να τα προφυλάξει από τις μύγες. (έκφρ.) σαν τις μύγες, για μεγάλο πλήθος ανθρώπων: Πεθαίνουν / σκοτώνονται σαν τις μύγες. σαν τις μύγες στο σκατό, για πολλούς ανθρώπους που προσπαθούν να επωφεληθούν από κτ. ή να συμμετάσχουν σε κτ. κολλώ σαν τη ~ (μες) στο μέλι, για άνθρωπο που προσκολλάται σε κτ. ευχάριστο. βλέπω κπ. σαν ~, τον θεωρώ πολύ κατώτερό μου, τον περιφρονώ. όσο πατάει* το πόδι της μύγας. ΦΡ (δε δέχεται / δε σηκώνει) ~ στο σπαθί του, δεν ανέχε ται την παραμικρή ενόχληση. τον τσίμπησε* (η) ~ / αλογόμυγα. βγάζει από τη ~ ξίγκι*. σαν τη ~ μες στο γάλα*. χάφτω* μύγες. βαράω / σκοτώ νω μύγες, περνάω τον καιρό μου χωρίς να κάνω τίποτα. ΠAΡ Θα φάει η ~ σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, για επικείμενη καταστρεπτική σύγκρουση ανθρώπων, ιδίως καβγά ή πόλεμο. Nα ΄σαι καλά τον Aύγουστο που ΄ναι παχιές οι μύγες, σκωπτικά, ως υπόσχεση σε κπ. ότι η κατάστασή του θα βελτιωθεί. Όποιος έχει τη ~ μυγιάζεται*. || (αθλ.): Kατηγορία μύγας, στην πυγμαχία. 2. ονομασία για άλλα έντομα που μοιάζουν με τη μύγα: ~ τσε τσε. Xρυσή ~. μυγάκι το YΠΟKΟΡ μικρή μύγα ή μικρό έντομο που μοιάζει με μύγα. μυγούλα η YΠΟKΟΡ μικρή μύγα. μυγίτσα η YΠΟKΟΡ μικρή μύγα.

[μσν. μύγα < ελνστ. μῦα (ανάπτ. [γ] για αποφυγή της χασμ.) < αρχ. μυῖα (μονοφθογγισμός [yι > y] )]

[Λεξικό Κριαρά]
μύγα η· μύγια.
  • 1) Το έντομο μύγα:
    • Μύγες πολλές πάσα λογής η Αίγυπτος γεμίζει (Χούμνου, Κοσμογ. 2317· Ζήν. Γ́ 280).
  • 2) (Συνεκδ.) προκ. για πολύ μικρό (πολεμικό) πλοίο:
    • τον πόρον της Λογγιβαρδίας εκράτησεν, ως μη μόνον τριάρμενον καράβιν … δυνατόν εστί διαπεράσαι, αλλ’ ουδέ μύγιαν (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 385 (αντί μυοπάρωνα (δίκωπον))).

[<αρχ. ουσ. μυία. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Du Cange και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυγδαλιά η [miγδalá] Ο24 : (προφ.) η αμυγδαλιά.

[< αμυγδαλιά με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-am > miam > mia-m] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μύγδαλο το [míγδalo] Ο41 : (προφ.) το αμύγδαλο.

[< αμύγδαλο με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-am > enam > ena-m] ]

< Προηγούμενο   1... 561 562 [563] 564 565 ...606   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες