Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Μ
6.055 εγγραφές [5521 - 5530]
[Λεξικό Κριαρά]
μπουχαγιάρι το.
  • Ύφασμα καμωμένο με νήμα από μαλλί καμήλας ή κατσίκας (πβ. νεότ. μοχέρ, ΛΚΝ):
    • κομμάτι μπουχαγιάρι κόκκινον (Σεβήρ., Σημειώμ. 82 (έκδ. μπουλα)· Βαρούχ. 51417).

[<παλαιότ. ιταλ. mochaiaro]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπουχός ο [buxós] Ο17 : (λαϊκότρ.) μεγάλη ποσότητα από: α. σκόνη που αιωρείται· κουρνιαχτός. β. υδρατμούς.

[σλαβ. puh -ός κατά το κουρνιαχτός (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b] )]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπουχτίζω [buxtízo] Ρ2.1α μππ. μπουχτισμένος : 1. χορταίνω υπερβολικά: Έφαγε ώσπου μπούχτισε. 2. αισθάνομαι κορεσμό για κτ., δεν το ανέχομαι πια: Mπούχτισα να τρώω / να ακούω τα ίδια και τα ίδια. Mπούχτισε την καλοπέραση.

[τουρκ. bιkt(ι) γ' εν. αορ. του ρ. bιkar `σιχαίνομαι, βαριέμαι΄ -ίζω με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπούχτισμα το [búxtizma] Ο49 : το αποτέλεσμα του μπουχτίζω.

[μπουχτισ- (μπουχτίζω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μποφόρ το [bofór] Ο (άκλ.) : διεθνής κλίμακα (από 1 ως 12) για τη μέτρηση της έντασης του ανέμου: Στο Aιγαίο πνέουν άνεμοι εντάσεως 7 ~.

[λόγ. < αγγλ. beaufort < ανθρωπων. Beaufort (Άγγλος αξιωματικός του ναυτικού και υδρολόγος)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπόχα η [bóxa] Ο25α : πολύ βαριά και δυσάρεστη μυρωδιά: ~ από βρόμικα πόδια / ιδρωμένες μασχάλες / υπονόμους / ψοφίμια. Mε πνίγει η ~. Mια ανυπόφορη ~ χτύπησε τα ρουθούνια του.

[ίσως < *απόχα με αποβ. του αρχικού [a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-ap > miap > mi-ap] και ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-p > timb > tim-b] < ελνστ. ἀποχ(ύνω) `χύνω΄ (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
μπραβάρω.
  • Καυχησιολογώ, περιαυτολογώ, «κάνω τον καμπόσο»:
    • Ετούτος διακονίζεται και πάλι μου μπραβάρει! (Κατζ. Δ́ 316).

[<ιταλ. bravare]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπράβο [brávo] επιφ. : 1. δηλώνει έπαινο, επιδοκιμασία· εύγε: H εργασία σου ήταν υπέροχη· ~! ~ τους· κατάφεραν να τελειώσουν νωρίτερα απ΄ την προθεσμία. || (ως ουσ.) το μπράβο: Tου αξίζει ένα μεγάλο ~ για την πράξη του. 2. (ειρ.) για να δηλώσει αποδοκιμασία: Mωρέ ~ αφέλεια!

[ιταλ. bravo]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπράβος ο [brávos] Ο18 : (μειωτ.) ο σωματοφύλακας: Kομματάρχης που συνοδεύεται από τους μπράβους του. || (επέκτ.): Οι μπράβοι του κόμματος· (πρβ. τραμπούκος).

[ιταλ. bravo `μισθοφόρος, σωματοφύλακας΄ (από τη σημ.: `γενναίος, άγριος΄) ]

[Λεξικό Κριαρά]
μπράβος, επίθ.
  • Γενναίος, ανδρείος, ικανός:
    • σολντάδοι μπράβοι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 37221
    • μπράβος στο σπαθί (Ευγέν. Πρόλ. 13).
  • Το αρσ. ως ουσ. =
    • α) στρατιωτικός που προσφέρει υπηρεσίες ακολούθου ή σωματοφύλακα σε ισχυρούς· τύπος ψευτογενναίου και παλληκαρά:
      • Άρχοντες, πού 'ν’ οι μπράβοι σας; (Διακρούσ. 11211· Κατζ. Δ́ 270
    • β) ως πρόσωπο των κωμωδιών του κρητικού θεάτρου:
      • Κουστουλιέρης, μπράβος κοδάρδος (Κατζ. Κατάλογος προσώπων 18
      • (ως όν. θεατρικού προσώπου):
        • (Στάθ. Ά πριν από στ. 83).

[<ιταλ. bravo. Η λ. ως ουσ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   1... 551 552 [553] 554 555 ...606   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες