Παράλληλη αναζήτηση
| 6.055 εγγραφές [5331 - 5340] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μπουγ(γ)άκι το,
- βλ. πουγγάκι.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπουγάδα η [buγáδa] Ο25α : το σύνολο των εργασιών που αφορούν το πλύσιμο των ρούχων ιδίως με τα χέρια: H νοικοκυρά έχει / βάζει ~. || (επέκτ.) για τα πλυμένα ρούχα: ~ απλωμένη στον ήλιο για να στεγνώσει.
[παλ. ιταλ. ή βεν. bugada]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπουγάδα η.
-
- α) Πλύσιμο των ρούχων, μπουγάδα:
- (Μπερτολδίνος 166)·
- β) (συνεκδ.) τα πλυμένα ρούχα:
- ο ήλιος στεγνώνει χίλιες μπουγάδες (αυτ).
[<βεν. bugada. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- α) Πλύσιμο των ρούχων, μπουγάδα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπουγαδιάζω [buγaδjázo] Ρ2.1α : (προφ.) κάνω μπουγάδα.
[μπουγάδ(α) -ιάζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπουγάδιασμα το [buγáδjazma] Ο49 : (προφ.) πλύσιμο ρούχων.
[μπουγαδιασ- (μπουγαδιάζω) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπουγαδοκόφινο το.
-
- Κοφίνι για τη μπουγάδα:
- (Βαρούχ. 3918 (έκδ. που‑)).
[<ουσ. μπουγάδα + κοφίνι. Η λ. και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ.)]
- Κοφίνι για τη μπουγάδα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπουγάζι το [buγázi] & μπογάζι το [boγázi] Ο44 : (λαϊκότρ.) 1α. πορθμός. β. στενό ανάμεσα σε δύο βουνά. 2. ρεύμα αέρα που φυσάει σε στενό.
[μσν. μπουγάζι < *μπογάζι ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] ) < τουρκ. boğaz -ι]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπουγάζι το,
- βλ. μπογάζι.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπουγαρίνι το [buγaríni] Ο44 : το άνθος της μπουγαρινιάς.
[βεν. bugarin -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπουγαρινιά η [buγariná] Ο24 : αναρριχητικό καλλωπιστικό φυτό με άσπρα ευωδιαστά άνθη.
[μπουγαρίν(ι) -ιά]



