Παράλληλη αναζήτηση
| 6.055 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαγγανεία η [maŋganía] Ο25 : 1. είδος μαγείας που χρησιμοποιεί μυστηριώδεις μεθόδους και απευθύνεται σε κακοποιές δυνάμεις για την επίτευξη ορισμένου σκοπού, συνήθ. βλαπτικού. 2. (πληθ.) τα μέσα ή οι ενέργειες που χρησιμοποιούνται για τη μαγγανεία: Kάνει / χρησιμοποιεί κάποιος διάφορες μαγγανείες.
[λόγ. < αρχ. μαγγανεία `μαγικό κόλπο΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαγγανεία η.
-
- Μαντική τέχνη, τέχνασμα:
- (Βίος Αλ. 36).
[αρχ. ουσ. μαγγανεία. Η λ. και σήμ.]
- Μαντική τέχνη, τέχνασμα:
[Λεξικό Κριαρά]
- μαγγανέλλα η.
-
- Είδος πολιορκητικής μηχανής, (μικρός) καταπέλτης:
- (Θησ. Ά [892]).
[<ιταλ. manganella. Η λ. στο Meursius]
- Είδος πολιορκητικής μηχανής, (μικρός) καταπέλτης:
[Λεξικό Κριαρά]
- μαγγάνη η.
-
- Μάγισσα, γόησσα:
- Έλθει θέλει εκ θαλάττης της μεγάλης της μαγγάνης (Χρησμ. IX 7).
[<ουσ. μάγγανον + κατάλ. ‑η]
- Μάγισσα, γόησσα:
[Λεξικό Κριαρά]
- μαγγανικός, επίθ.
-
- Έκφρ. μαγγανικόν ξύλον = πολιορκητική μηχανή, καταπέλτης (πβ. ξύλον 16):
- (Παράφρ. Χων. 218).
[<ουσ. μάγγανον + κατάλ. ‑ικός. Η λ. τον 4. αι.]
- Έκφρ. μαγγανικόν ξύλον = πολιορκητική μηχανή, καταπέλτης (πβ. ξύλον 16):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαγγάνιο το [maŋgánio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : χημικό στοιχείο που ανήκει στην κατηγορία των μετάλλων, είναι σκληρό και αρκετά εύθραυστο και χρησιμοποιείται υπό μορφή κραμάτων: Ενώσεις / οξείδιο / χρήσεις του μαγγανίου.
[λόγ. < παλ. γαλλ. mangan(e) -ιον]
[Λεξικό Κριαρά]
- μάγγανο(ν) το.
-
- 1) Βαρούλκο, γερανός:
- τείχη θαυμαστότατα … στηλώσας … εκτός μαγγάνων και πριών και άνευ εργαλείων (Διήγ. πόλ. Θεοδ. 80).
- 2) Πολιορκητική μηχανή, καταπέλτης:
- Το πρώτον μάγγανον ήτον έναν ξυλόκαστρον … τρίπατον (Μαχ. 48235)·
- έφεραν μάγγανα και αργαλεία, ότι επετάσσαν πέτρες τόσον μακρά ως γιον καλόν δοξάριν (Μαχ. 46214).
- 3) Δόκανο, παγίδα:
- Εάν δε στήσουν μάγγανον πολλάκις να σε πιάσουν (ενν. εσένα την αλωπού) (Διήγ. παιδ. 289).
- 4)
- α) Συμπιεστικό μηχάνημα, πιεστήριο (ελαιοτριβείου, οινοποιείου, κ.ά.· πβ. και τσιπουρομάγγανον):
- στροφίδι μάγγανου (Ερωτόκρ. Δ́ 1851· Ιστ. Μαρκ. 256)·
- β) πιεστήριο επεξεργασίας υφασμάτων, κυρίως μεταξωτών, για να αποκτήσουν στιλπνότητα και ποικίλη διακόσμηση (λιγότερο πιθ. να πρόκ. για κλωστικό μηχάνημα ή αργαλειό κεντήματος):
- τα δε επιτραχήλια μέρος είναι μαγγάνου (Παϊσ., Ιστ. Σινά 662).
- α) Συμπιεστικό μηχάνημα, πιεστήριο (ελαιοτριβείου, οινοποιείου, κ.ά.· πβ. και τσιπουρομάγγανον):
- Η λ. στον πληθ. ως τοπων.:
- (Byz. Kleinchron. 2212).
[μτγν. ουσ. μάγγανον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- 1) Βαρούλκο, γερανός:
[Λεξικό Κριαρά]
- μαγγανοσανίδα η.
-
- Σανίδα με την οποία συνθλίβονται τα σταφύλια στο πιεστήριο:
- (Βαρούχ. 81613).
[<ουσ. μάγγανον + σανίδα]
- Σανίδα με την οποία συνθλίβονται τα σταφύλια στο πιεστήριο:
[Λεξικό Κριαρά]
- μαγγανότσαγρα η.
-
- Πολιορκητική μηχανή που ρίχνει βέλη:
- οι γαρ βάρβαροι … έβαλλον υψόθεν … στήσαντες ξύλα και μαγγανότσαγρας (Παράφρ. Χων. 212).
[<ουσ. μάγγανον + τσάγρα. Τ. ‑γγρα στο Meursius (‑τζαγγρα)]
- Πολιορκητική μηχανή που ρίχνει βέλη:
[Λεξικό Κριαρά]
- μαγδαΐτης ο,
- βλ. βαγδάτιν.



