Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Μ
6.055 εγγραφές [221 - 230]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαζοχιστικός -ή -ό [mazoxistikós] Ε1 : που αναφέρεται στο μαζοχισμό ή στο μαζοχιστή: Mαζοχιστικές τάσεις.

[λόγ. μαζοχιστ(ής) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μάζωμα το [mázoma] Ο49 : (λαϊκότρ.) μάζεμα.

[μσν. μάζωμα < μαζώ(νω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
μάζωμα το· μάζωγμα.
  • 1)
    • α) Συνάθροιση, συγκέντρωση, συναγωγή:
      • θωρείς το μάζωμα ετούτο το μεγάλο (Ερωτόκρ. Β́ 927
      • ο Θεός … το μάζωγμα των νερών έκραξεν θάλασσες (Πεντ. Γέν. I 10
    • β) συλλογή:
      • να κάμω μίαν συλλογήν ή μάζωμα των σοφών και εναρέτων ανθρώπων (Ροδινός 161
    • γ) περισυλλογή· (εδώ ως σύστ. αντικ.):
      • να μαζώξουν μάζωμα για άχερο (Πεντ. Έξ. V 12).
  • 2) Πλήθος:
    • μάζωμα εθνών (Πεντ. Γέν. XVII 5).
  • 3) (Σε θέση πρόθ.) μαζί με:
    • ο Αβιμελέκ επήγεν προς αυτόν … και μάζωμα της συντροφιάς του (Πεντ. Γέν. XXVI 26).

[<μαζώνω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαζώνω [mazóno] -ομαι Ρ αόρ. μάζωξα, απαρέμφ. μαζώξει, παθ. αόρ. μαζώχτηκα, απαρέμφ. μαζωχτεί, μππ. μαζωμένος : (λαϊκότρ.) μαζεύω.

[μσν. μαζώνω < μάζ(α) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
μαζώνω· μαζώχνω· αόρ. (ε)μάζωξα.
  • I. Ενεργ.
    • Ά Μτβ.
      • 1)
        • α) Συγκεντρώνω:
          • Συνήθιν έν τω βασιλιώ … φουσσάτα να μαζώνου (Φορτουν. Ιντ. δ́ 2
          • (μεταφ.):
            • εμάζωξε και λογισμούς πολλούς εις την καρδιάν του (Διγ. Z 1827
        • β) (προκ. για καρπούς) συγκομίζω, σοδιάζω:
          • αμπέλια να φυτέψεις … και να μη μαζώξεις (Πεντ. Δευτ. XXVIII 39
          • (με σύστ. αντικ.):
            • μάζωμα του θέρους σου μη μαζώξεις (Πεντ. Λευιτ. XIX 9
        • γ) αποταμιεύω:
          • μαζώνετε δηνέρια να έχετε εις θάνατον (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. III 41
        • δ) περισυλλέγω:
          • κονιορτός να γένουμουν … να μ’ εμαζώνασιν (Περί ξεν. 236
          • (με σύστ. αντικ.):
            • (Πεντ. Έξ. V 12).
      • 2) Συγκαλώ, προσκαλώ:
        • εμάζωξαν ο Μωσέ και ο Ααρών τη συναγωγή (Πεντ. Αρ. XX 10
        • πέμπει και μαζώνει τους μεγιστάνους … να έλθουσι (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 415).
      • 3) Παρασύρω, σαγηνεύω:
        • εγώ (ενν. η πολιτική) γυρίζω μοναχή, μαζώνω τους κοπέλους (Σαχλ., Αφήγ. 881).
      • 4) Συμπτύσσω:
        • Εμάζωνε (ενν. το φαρίν) τα ποδάρια του εις ένα τόπον και έπειτα άπλωνέν τα (Διγ. Άνδρ. 31916).
      • 5) Αρπάζω, κλέβω:
        • εμάζωξε το πράμα τους και το λαό σκλαβώνει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 23714).
      • 6) Απομακρύνω, εξαφανίζω:
        • εγέννησεν (ενν. η Ραχέλ) γιο και είπεν: «Εμάζωξεν ο Θεός την εντροπή μου» (Πεντ. Γέν. XXX 23).
    • Β́ Αμτβ.
      • 1) Συγκεντρώνω, συγκομίζω:
        • εορτή των καλυβιών να κάμεις … όνταν μαζώξεις από το αλώνι σου (Πεντ. Δευτ. XVI 13).
      • 2) Αποταμιεύω:
        • διά τον εμαυτόν σου μάζωνε και καλόν θέλει σ’ έβγει (Σαχλ., Αφήγ. 293).
  • II. Μέσ.
    • 1)
      • α) Συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι:
        • όλοι να μαζωχτούμεν … και να συμβουλευθούμεν (Άλ. Κύπρ. 1178
      • β) επιτίθεμαι ομαδικά σε κάπ.:
        • ουχ εύρισκον τινάς ανδρειωμένους να μαζωχθούν απάνω μου (Διγ. Z 2944
      • γ) (προκ. για στράτευμα) συμπτύσσομαι, πυκνώνω:
        • έρχουνταν μαζωμένοι διχώς τάξιν πολεμικήν (Παλαμήδ., Βοηβ. 283).
    • 2) Συγκαλούμαι, συνέρχομαι:
      • (Βακτ. αρχιερ. 218
      • να έλθουσιν εις την σύνοδον ετούτην οπού μαζώνεται από κάθε επαρχίαν (Χριστ. διδασκ. 479).
    • 3) Συμμαζεύομαι, μπαίνω σε τάξη:
      • εμαζώχθην η χώρα και εγίνην μεγάλη (Συναδ. φ. 49r).
    • 4) Περιορίζομαι:
      • όλη μου η ζωή ευρέθη μαζωμένη σ’ ετούτον τον μικρότατον τόπον (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [223]).
    • 5) Επανέρχομαι (συν. στο σπίτι):
      • όντε μαζωθούν αργά, έρχονται κουρασμένοι (Σαχλ., Αφήγ. 180).
    • 6) Παίρνω επιφυλακτική στάση:
      • Ως τ’ άκουσε εμαζώχτηκε (Ερωτόκρ. Έ 941).
    • 7) (Προκ. για θάνατο) κατευθύνομαι για να προστεθώ σε κάπ.:
      • μαζώνομαι προς τον λαό μου· θάψετε εμέν προς τους γονιούς μου (Πεντ. Γέν. XLIX 29).
  • Φρ.
  • 1) Μαζώνω τη βουλή μου = παίρνω απόφαση:
    • (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 632).
  • 2) Με μαζώνει ο Χάρος = πεθαίνω:
    • (Φορτουν. Δ́ 258).

[<ουσ. μάζα + κατάλ. ‑ώνω. Η λ. το 12. αι., στο Meursius (λ. ‑όννειν) και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μάζωξη η [mázoksi] Ο33 : (λογοτ., λαϊκότρ.) συγκέντρωση, συνάθροιση προσώπων: Έχουμε ~ απόψε. || οι συγκεντρωμένοι άνθρωποι: Όλη η ~ έσκασε στα γέλια με το χωρατό.

[μσν. μάζωξις < μαζωκ- (μαζώνω) -σις > -ση]

[Λεξικό Κριαρά]
μάζωξις -ξη η.
  • Συγκέντρωση, συνάθροιση:
    • πανήγυρις … και μάζωξις ανθρώπων (Βακτ. αρχιερ. 159
    • χίλιων θανάτων μάζωξις ζωή μου η πικραμένη (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [890]).

[<μαζώνω (μαζωκ‑) + κατάλ. ‑σις. Η λ. (‑ξη) στο Βλάχ. και σήμ. λαϊκ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μαζωτός, επίθ.,
βλ. μαζωχτός.
[Λεξικό Κριαρά]
μαζώχνω,
βλ. μαζώνω.
[Λεξικό Κριαρά]
μαζωχτός, επίθ.· μαζωτός.
  • 1)
    • α) Συγκεντρωμένος, πυκνός:
      • ας ένι μαζωχτά (ενν. τα αλλάγια) μη τύχει και σκορπίσουν (Χρον. Μορ. P 6984
    • β) συμμαζεμένος, τακτοποιημένος:
      • με μαζωτές πλεξούδες … ή με λυτά μαλλιά (Πιστ. βοσκ. III 6, 255).
  • 2) Ανεπτυγμένος ατελώς:
    • πρόβατο παραπλωμένο και μαζωχτό (Πεντ. Λευιτ. XXII 23).

[<μαζώνω (μαζωκ‑). Τ. ‑κτός στο Somav. Η λ. και σήμ. λαϊκ.]

< Προηγούμενο   1... 21 22 [23] 24 25 ...606   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες