Παράλληλη αναζήτηση
| 9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μοσχαναθρέφω [mosxanaθréfo] -ομαι Ρ4 : (λογοτ., για πρόσ., συνήθ. στη μππ.) ανατρέφω με πολλή φροντίδα.
[μοσχ(ο)- + αναθρέφω]
- μοσχάρα η· μουσκάρα.
-
- Νεαρή αγελάδα:
- μουσκάρα τριτωμένη (Πεντ. Γέν. XV 9).
[<ουσ. μοσχάρι + κατάλ. ‑α. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- Νεαρή αγελάδα:
- μοσχαράκι το· μουσκαράκι(ο)ν.
-
- Μικρό μοσχάρι· (εδώ μεταφ. μειωτ.):
- εζήτησεν ίνα τιμήσωμεν τα μουσκαράκιά του, … ίνα ποιήσωμεν τον πρώτον μέγαν λογοθέτην … (Σφρ., Χρον. 1284).
[<ουσ. μοσχάρι + κατάλ. ‑άκι. Ο τ. και σήμ. κρητ. (‑ι). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Μικρό μοσχάρι· (εδώ μεταφ. μειωτ.):
- μοσχαράς ο,
- βλ. μασκαράς.
- μοσχάρι το [mosxári] Ο44 : 1α. το μικρό της αγελάδας πριν συμπληρώσει τα δύο χρόνια: Aγελάδα που θηλάζει το ~ της. (γνωμ.) ο ύπνος* τρέφει το παιδί κι ο ήλιος το ~
β. το κρέας του μοσχαριού: ~ ψητό / κοκκινιστό. ~ με πατάτες. Aκρίβυνε πάλι το ~. 2. (μτφ.) α. για χοντρό άνθρωπο: Πάχυνε κι έγινε ~. β. για άνθρωπο άκακο ή βλάκα. γ. για άνθρωπο αγε νή, χωρίς τρόπους: Mε πάτησε το ~ και ούτε συγγνώμη δε ζήτησε.
μοσχαράκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. επίδρ. στο μοσκάρι]
- μοσχάριον το· μοσκάρι· μοσχάρι· μοσχάριν· μουσκάρι· μουσχάρι· μουσχάρι(ο)ν.
-
- 1)
- α) Νεαρό βόδι, μοσχάρι:
- πρόβατα και μοσχάρια (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 122v)·
- β) προκ. για το χρυσό μοσχάρι των Εβραίων στην έρημο (Π.Δ. Έξ. 32, 4-9):
- έκαμαν αυτωνών μοσκάρι χυτό … και εθύσιασαν αυτουνού (Πεντ. Έξ. XXXII 8).
- α) Νεαρό βόδι, μοσχάρι:
- 2) (Συνεκδ.) μικρό ζώου:
- μοσχάριον ελάφης (Κλήμ., Ενθυμ. 101).
[μτγν. ουσ. μοσχάριον. Οι τ. ‑ι (Meursius, ‑η), μοσκάρι και μουσκάρι (Βλάχ.) και σήμ. Τ. μουσκάριν σήμ. κυπρ. και ποντ. Ο τ. μου‑ στο Du Cange]
- 1)
- μοσχαρίσιος -α -ο [mosxarísxos] Ε4 : που προέρχεται από μοσχάρι: Mοσχαρίσιο κρέας. ~ κιμάς. Mοσχαρίσιες μπριζόλες.
[μοσχάρ(ι) -ίσιος]
- μοσχάτο το [mosxáto] Ο39 : είδος σταφυλιού καθώς και το κρασί που παράγεται από αυτό. || (ως επίθ.): ~ σταφύλι / κρασί.
[λόγ. επίδρ. στη λ. μοσκάτο ίσως αντδ. < ιταλ. moscato < λατ. muscus < ελνστ. μόσχος (δες μόσχος 2)]
- μοσχάτος, επίθ.· μοσκάτος.
-
- 1) Που περιέχει μόσχο· ευωδιαστός:
- αλειπτούτσικα μοσχάτα (Προδρ. II 46)·
- Εις κρασίν να ποίσει ουσίαν μοσκάτην (Ιατροσ. κώδ. φογ́).
- 2) Προκ. για το ιδιαίτερα ευωδιαστό κρασί που παράγεται από την ομώνυμη ποικιλία σταφυλιού:
- (Φουρτουν. Ά 107).
- Το ουδ. ως ουσ. = το μοσχάτο κρασί:
- μοσχάτον θαυμαστόν εκ το νησί της Κρήτης (Αρσ., Κόπ. διατρ. [620]).
[<ουσ. μόσχος + κατάλ. ‑άτος. Ο τ. στο Βλάχ. (στο ουδ.) και σήμ. Ουδ. μουσκάτον ως ουσ. σήμ. κυπρ. Η λ. στο Du Cange App. II (στο ουδ.) και σήμ.]
- 1) Που περιέχει μόσχο· ευωδιαστός:



