Παράλληλη αναζήτηση
| 313 εγγραφές [181 - 190] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπούλα η.
-
- Γυναίκα με το πρόσωπο σκεπασμένο·
- (εδώ) Τουρκάλα (πβ. αλβ. bullë, βουλγαρικό bula):
- επίασαν οι Τούρκοι μία μπούλα πόρνα … και την επόμπεψαν (Συναδ. φ. 69v).
- (εδώ) Τουρκάλα (πβ. αλβ. bullë, βουλγαρικό bula):
[πιθ. <ουσ. μπαμπούλα (ιδιωμ., καθώς και τ. ‑άλα, Πάγκ. Β́ 200, κ.ά.· πβ. και μπαμπούλας) με ανομοιωτική αποβολή. Κατά Κ. Μηνά σχετ. με το ουσ. μπόλια. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
- Γυναίκα με το πρόσωπο σκεπασμένο·
- μπουλβάρ το [bulvár] Ο (άκλ.) : το βουλεβάρτο.
[λόγ. < γαλλ. boulevard]
- μπούλβερη η,
- βλ. πόλβερη.
- μπουλετί το,
- βλ. μπολετί.
- μπούλης ο [búlis] Ο11 θηλ. μπούλα [búla] Ο25α : 1. (σπάν.) ο μπέμπης. 2. (μειωτ.) για παιδί άβουλο, καλομαθημένο και συνήθ. προσκολλημένο στους γονείς του. || για ανώριμο μεγάλο άνθρωπο.
[το υποκορ. επίθημα -ούλης σε λ. που το θέμα τους περιέχει [b] : μπέμπ(ης) -ούλης > μπεμπ-ούλης > μπε-μπούλης, Χαράλαμπος > Χαραλαμπ-ούλης > Χαραλα-μπούλης· μπούλ(ης) -α]
- μπουλντόγκ το [buldóg] & μπουλντόκ το [buldók] Ο (άκλ.) : ράτσα σκύλων με κοντόχοντρο σώμα, χοντρό κεφάλι, πλατύ μουσούδι και κοντό τρίχωμα: Άνθρωπος άσχημος σαν ~.
[γαλλ. bouledogue < αγγλ. bulldog (σκυλί για αγώνες με ταύρους)· αποηχηροπ. του τελ. συμφ.]
- μπουλντόζα η [buldóza] Ο25α : ερπυστριοφόρο σκαπτικό μηχάνημα που έχει μπροστά μία μεταλλική λεπίδα και χρησιμοποιείται ιδίως για μετατόπιση χωμάτων ή μπάζων.
[αγγλ. bulldoz(er) -α]
- μπουλντοζιέρης ο [buldozjéris] Ο11 : χειριστής μπουλντόζας.
[μπουλντόζ(α) -ιέρης]
- μπουλντούνα η.
-
- Μπουλντούνι (βλ. ά.):
- (Φορτουν. Ά 88).
[<ουσ. μπουλντούνι + κατάλ. ‑α. Πβ. και βεν. boldona]
- Μπουλντούνι (βλ. ά.):
- μπουλντούνι το.
-
- Είδος λουκάνικου φτιαγμένου με χοιρινό αίμα:
- σαλιτσούνια, μπουλντούνια και λουκάνικα (Φορτουν. Γ́ 551).
[<βεν. boldon]
- Είδος λουκάνικου φτιαγμένου με χοιρινό αίμα:



