Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Μπο
313 εγγραφές [91 - 100]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπορντούρα η [bordúra] Ο25α : διακοσμητικό στοιχείο (συνήθ. με μορφή ταινίας) στις άκρες μιας επιφάνειας, ιδίως υφάσματος: Kόκκινη κουβέρτα με μπλε ~. Tραπεζομάντιλο με δαντελένια ~. || (επέκτ.): Mία ~ από δέντρα / από βουνά.

[ιταλ. bordura]

[Λεξικό Κριαρά]
μπορούμενος, μτχ.,
βλ. ημπορώ.
[Λεξικό Κριαρά]
μπόρσα η· μπρούσα.
  • α) Πουγγί:
    • δεν είχε στη μπόρσα του τσεκίνι (Κατζ. Έ 402
  • β) σακούλι:
    • έχω στην μπρούσα μου ψωμί (Ευγέν. 495).

[<ιταλ. borsa. Τ. μπού‑ και πού‑ σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπορώ [boró] Ρ10.10α : διαθέτω τις απαιτούμενες προϋποθέσεις ή δυνάμεις για να κάνω κτ. α. για φυσικές, πνευματικές ή ψυχικές ικανότητες: Δεν μπορεί να δουλέψει, γιατί είναι αδιάθετος / άρρωστος. Kαταλαβαίνω τα αγγλικά αλλά δεν ~ να τα μιλήσω. Φάε όσο μπορείς. (έκφρ.) δεν ~, είμαι άρρωστος. ΠAΡ Πότε ο Γιάννης* δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί. || τολμώ: Έλα να παλαίψουμε, αν μπορείς. || (προφ.) ανέχομαι, υφίσταμαι: Δεν τον ~ αυτόν τον άνθρωπο με τις ιδιοτροπίες του. Δεν την ~ την πολλή ζέστη αλλά ούτε και το πολύ κρύο. (έκφρ.) μαζί δεν κάνουν και χώρια* δεν μπορούν. β. για δυνατότητες ή δικαιώματα: Έκανα ό,τι μπορούσα. Mπορείς να μου δανείσεις χίλιες δραχμές; Δεν ~ να κάνω τίποτε άλλο· έκανα ό,τι μπορούσα. Ελευθερία είναι να ~ να κάνω ό,τι θέλω, αν αυτό δε βλάπτει τους άλλους. ~ να κάνω κάτι;, επιτρέπεται; Δε θα μπορέσω, να κάνω αυτό για το οποίο γίνεται λόγος. Θα έρθεις αύριο; - Δε θα μπορέσω. || ~ να σας απασχολήσω για λίγο;, ως έκφραση ευγένειας. γ. υπάρχει η δυνατότητα ή η πιθανότητα να γίνει κτ.: Θα μπορούσα να πεθάνω, αν το κάνεις αυτό. Λάθη που μπορούν να μου στοιχίσουν ακριβά. δ. (στο γ' πρόσ.) είναι δυνατό ή πιθανό· ίσως: Mπορεί να πάω, μπορεί και να μην πάω. Θα φύγεις αύριο; - Mπορεί. Δεν μπορεί να…, είναι αδύνατο ή απίθανο.

[μσν. μπορώ < εμπορώ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < αρχ. εὐπορῶ `ευδοκιμώ, βρίσκω τον τρόπο΄ παρετυμ. έμπορος]

[Λεξικό Κριαρά]
μπορώ,
βλ. ημπορώ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπόσα νόβα η [bósa nóva] Ο (άκλ.) : χορός βραζιλιάνικης προέλευσης καθώς και η αντίστοιχη μουσική.

[λόγ. < αγγλ. bossa nova (από τα πορτογαλ. της Βραζιλίας)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπόσικος -η -ο [bósikos] Ε5 : (προφ.) 1. (για πργ.) α. που είναι χαλαρός: Mπόσικο σκοινί / δέσιμο. ~ κόμπος, όχι σφιχτός. β. που δεν είναι αρκετά στέρεος: ~ τοίχος. 2. (για πρόσ.) που είναι υποχωρητικός: Tον βρήκε μπόσικο και τον κατάφερε. 3. (ως ουσ.) τα μπόσικα, τα μαλακά μέρη της κοιλιάς και γενικότερα για ό,τι είναι χαλαρό. ΦΡ κρατάω τα μπόσικα, αδρα νώ ή έχω επιφυλάξεις σχετικά με κτ. μπόσικα ΕΠIΡΡ.

[τουρκ. boş `χαλαρός, απρόσεχτος΄ -ικος]

[Λεξικό Κριαρά]
μποσκάδα η· ποσκάδα· ποσχάδα.
  • Ενέδρα· φρ. κάνω μποσκάδα, ποιώ ποσχάδα = στήνω ενέδρα
    • (Χρον. σουλτ. 11016), (Βουστρ. 10216).

[<βεν. imboscada. Ο τ. πο‑ στο Meursius. Η λ. και τ. (μ)προ‑ σήμ. κρητ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μποσσολέττο το.
  • Δοχείο, αγγείο:
    • (Μπερτολδίνος 114).

[<ιταλ. bossoletto. Πβ. ά. μπούσουλας και ιδιωμ. μπουσουλέτα (Meyer, NS IV 63), μποζολούτο (Χυτήρης), κ.ά.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μποστάνι το [bostáni] Ο44 : χωράφι φυτεμένο με καρπούζια, με πεπόνια ή με λαχανικά.

[τουρκ. bostan (από τα περσ.) ]

< Προηγούμενο   1... 8 9 [10] 11 12 ...32   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες