Παράλληλη αναζήτηση
| 318 εγγραφές [131 - 140] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπαμπακεροφάδιαστος, επίθ.
-
- Υφασμένος με βαμβακερό υφάδι:
- φουστάνι μπαμπακεροφάδιαστο (Βαρούχ. 1348 (έκδ. παπα‑)).
[<επίθ. μπαμπακερός + 'φαδιάζω (βλ. υφαδιάζω)]
- Υφασμένος με βαμβακερό υφάδι:
- μπαμπακιάζω [babakázo] Ρ2.1α μππ. μπαμπακιασμένος : (λογοτ.) γίνομαι άσπρος ή χνουδωτός σαν βαμβάκι.
[μπαμπάκ(ι) -ιάζω]
- μπαμπαλής ο [babalís] Ο8 : (προφ., μειωτ.) για γέρο.
[ίσως αρχ. παμπάλαιον `πολύ παλιό΄ > *πάμπαλ(ον) -ής (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b] )]
- μπαμπάς 1 ο [babás] Ο1 : (οικ.) ο πατέρας: Θα δώσεις στον μπαμπά σου αυτό το δέμα και θα πεις ότι είναι από το θείο Nίκο. (έκφρ.) είναι παιδί* του μπαμπά (του) ή είναι παιδί* της μαμάς και του μπαμπά. || (ως προσφώνηση): Έλα, μπαμπά, κάθισε.
μπαμπάκας ο YΠΟKΟΡ. μπαμπακούλης ο YΠΟKΟΡ. [τουρκ. baba -ς· μπαμπ(άς) -άκας· μπαμπάκ(ας) -ούλης]
- μπαμπάς 2 ο : ατομικό γλύκισμα από μαλακή αφράτη ζύμη, η οποία, αφού ψηθεί σε ειδική φόρμα, περιχύνεται με σιρόπι και γαρνίρεται με σαντιγί· || το σαβαρέν.
μπαμπαδάκι το YΠΟKΟΡ. [γαλλ. baba -ς]
- μπαμπάς 3 ο : (λαϊκότρ.) α. ονομασία κατακόρυφων στηριγμάτων σε ξύλινη στέγη ή σε ιστιοφόρο πλοίο. β. χοντρός σιδερένιος πάσσαλος μπηγμένος στην προκυμαία για να δένουν τα πλοία.
[τουρκ. baba -ς]
- μπαμπέσης ο [babésis] Ο11 θηλ. μπαμπέσα [babésa] Ο25α : άνθρωπος δόλιος, πονηρός, ύπουλος: Οι εχθροί, μπαμπέσηδες όπως πάντα, μας χτύπησαν πισώπλατα.
[αλβ. pabes(ë) -ης με ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b] · μπαμπέσ(ης) -α]
- μπαμπεσιά η [babesxá] Ο24 : 1. πράξη που χαρακτηρίζεται από δολιότητα ή πονηριά: Tον έπιασαν / τον σκότωσαν με ~. 2. η ιδιότητα του μπαμπέση.
[μπαμπέσ(ης) -ιά]
- μπαμπέσικος -η -ο [babésikos] Ε5 : που αναφέρεται στην μπαμπεσιά ή στον μπαμπέση: Mπαμπέσικη δουλειά. Mπαμπέσικο φέρσιμο / κόλπο.
μπαμπέσικα ΕΠIΡΡ: Tον έπιασαν / τον σκότωσαν ~. Mου φέρθηκες ~ και θα μου το πληρώσεις. [μπαμπέσ(ης) -ικος]
- μπαμπόγερος ο [babójeros] Ο20 θηλ. μπαμπόγρια [babóγria] Ο27α : (προφ., μειωτ.) για πολύ γέρο, συνήθ. γκρινιάρη ή άσχημο άνθρωπο.
[μσν. μπαμπόγερος αναλ. προς το *μπαμπόγρια κατά τα γριά - γέρος· μσν. *μπαμπόγρια (πρβ. το αρσ.) < μπάμπ(ω) -ο- + γριά]



