Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Μπα
318 εγγραφές [241 - 250]
[Λεξικό Κριαρά]
μπαρούτι το· παρούτιν.
  • Πυρίτιδα, μπαρούτι· (εδώ) ζάχαρη σε σκόνη:
    • έψηννεν το παρούτιν και επολόμαν κόλλαν και έψηννεν τον ζάχαρην (Μαχ. 65618). [αντιδ. <αραβ. - τουρκ. barut <ελλην. πυρίτις. Ο τ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαρουτιάζω [barutxázo] Ρ2.1α μππ. μπαρουτιασμένος : (προφ.) θυμώ νω ξαφνικά και έντονα ή κάνω κπ. να θυμώσει πολύ.

[μπαρούτ(ι) -ιάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαρουτοκαπνισμένος -η -ο [barutokapnizménos] Ε3 : 1. που είναι λερωμένος από καπνιά, η οποία προέρχεται από μπαρούτι: Mπαρουτοκαπνισμένο τουφέκι. 2. (μτφ. για πρόσ.) που πήρε μέρος σε πολλές μάχες: ~ πολεμιστής.

[μπαρούτ(ι) -ο- + καπνισμένος μππ. του καπνίζω 1]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαρούφα η [barúfa] Ο25α : (οικ.) εντυπωσιακός λόγος που όμως δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια· (πρβ. μπούρδα): Tελικά η συνταρακτική είδηση αποδείχτηκε ~.

[ιταλ. baruffa `μπερδεμένος καβγάς΄]

[Λεξικό Κριαρά]
μπαρπούτα η,
βλ. μπαρμπούτα.
[Λεξικό Κριαρά]
μπαρτιζάνα η,
βλ. παρτιζάνα.
[Λεξικό Κριαρά]
μπας, μόρ.· πας.
  • (Με επόμ. το και)
  • 1) (Σε ευθεία ερωτ. πρόταση· εδώ ακολουθεί το να) μήπως:
    • Πας και να 'τον και τούτος …; (Μαχ. 7424).
  • 2) (Σε πλάγια ερωτ. πρόταση):
    • Ένι και δυνατόν … πας και αποθάνει εις τον πόλεμον (Μαχ. 3309).
  • 3) (Σε ενδοιαστ. πρόταση) μην τύχει (και):
    • εφοβήθην (ενν. ο ρήγας) πας και στείλουν απέ τα ξύλα τους (Μαχ. 3449).
  • 4) (Σε είδος πλάγιας ερωτ. πρότασης για να δηλωθεί κ. το ενδεχόμενο ή επιδιωκόμενο και επιθυμητό) μήπως (και): ο λαός ζητά να βγούν να πολεμήσουν, πας και νικήσουν το Τουρκίν
    • (Θρ. Κύπρ. Μ 218).

[<συνεκφ. μην πας (και)· βλ. και μήμπα. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπας και [bás ke] ερωτηματικό μόριο : δηλώνει το φόβο του ομιλητή μήπως συμβεί κτ. που δε θέλει· μήπως: Bρε ~ μας κατάλαβαν και δε μας αφήσουν να φύγουμε;

[μσν. *μπας και (πρβ. μσν. πας) < φρ. μην πας και με αποβ. της πρώτης συλλαβής (σύγκρ. ίνα > να)]

[Λεξικό Κριαρά]
μπασάς ο,
βλ. πασάς.
[Λεξικό Κριαρά]
μπασεβγασίδι το.
  • Κατώφλι:
    • ομπρός στην πόρταν ήτονε εις το μπασεβγασίδι όφης τρικεφαλόστομος (Πικατ. 82).

[<ουσ. (ε)μπασά (ε‑, ά. εμβασία) ή μπασίδι (Δημ.) + (ε)βγασίδι (βγ‑, ΙΛ). Η λ. και σήμ. στην Κρήτη, όπου επίσης λ. ‑βγαρσίδι και μπαινοβγαρσίδι (Πιτυκ.)]

< Προηγούμενο   1... 23 24 [25] 26 27 ...32   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες