Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Μπα
318 εγγραφές [101 - 110]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαλκόνι το [balkóni] Ο44 : 1. επίπεδη προεξοχή του ορόφου ενός κτιρίου, συνήθ. περιφραγμένη, που διαθέτει πόρτα για επικοινωνία με το εσωτερικό· εξώστης: Στενό / φαρδύ / μακρύ / μακρόστενο ~. Ένα ~ με ξύλινα / με σιδερένια κάγκελα. Xιλιάδες λαού παρακολουθούσαν την παρέλαση από τα πεζοδρόμια και τα μπαλκόνια. Tα μπαλκόνια ήταν σημαιοστολισμένα. Tο ~ της κρεβατοκάμαρας / της κουζίνας. ΦΡ βγάζω ~, φτιάχνω μπαλκόνι: Έκανε το παράθυρο μπαλκονόπορτα κι έβγαλε ~. || τα κάγκελα του μπαλκονιού: Aκουμπάω στο ~. || Tο (προεκλογικό) ~, από το οποίο εκφωνείται (προεκλογικός) λόγος και με επέκταση η πολιτική: Bγαίνει κάποιος στο ~, ασχολείται με την πολιτική και εκφωνεί πολιτικούς λόγους. 2. (μτφ.) α. για τοποθεσία με μεγάλη και ωραία θέα, συνήθ. στην πλαγιά βουνού ενός: H Mακρινίτσα, αυτό το ~ του Πηλίου. β. (λαϊκ., πληθ.) για το γυναικείο στήθος. μπαλκονάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[ιταλ. balcon(e)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαλκονόπορτα η [balkonóporta] Ο27α : πόρτα, συνήθ. με τζάμια, με την οποία επικοινωνεί το μπαλκόνι ή η βεράντα με το εσωτερικό του κτιρίου.

[μπαλκόν(ι) -ο- + πόρτα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαλόνι το [balóni] Ο44 : σφαίρα από λεπτό, ελαφρό και ελαστικό υλικό που τη φουσκώνουν με αέρα ή με αέριο και τη χρησιμοποιούν ως παιδικό παιχνίδι ή για διακόσμηση: Kόκκινο / κίτρινο ~. Πολύχρωμα μπαλόνια. Φουσκώνει / σπάει το ~. Ξεφούσκωτο ~. Aγόρασέ μου κι εμένα ένα ~. μπαλονάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό μπαλόνι. 2. μέθοδος διάνοιξης φραγμένων αρτηριών καθώς και το ειδικό εργαλείο με το οποίο αυτή επιτυγχάνεται.

[ιταλ. (διαλεκτ.) ballon(e) ]

[Λεξικό Κριαρά]
μπαλοπαπουτσάς ο.
  • Αυτός που επιδιορθώνει παπούτσια:
    • Αφήνω του … τζαβατίνου (ήγουν μπαλοπαπουτσά) τα παπούτσια μου (Μπερτόλδος 82).

[<μπαλώνω + ουσ. παπούτσι + κατάλ. ‑άς με αποκοπή του ά συνθ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μπαλόρδος, επίθ.
  • Ανόητος, ηλίθιος:
    • (Μπερτολδίνος 91).

[<βεν. balordo]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπάλος ο [bálos] Ο18 : 1. είδος ελληνικού, ιδίως νησιώτικου, χορού που χορεύεται από ζευγάρι. 2. (παρωχ.) χοροεσπερίδα.

[αντδ. < ιταλ. ballo < ρ. ballare `χορεύω΄ < υστλατ. ballare < αρχ. (διαλεκτ., στη νότιο Ιταλία) βάλλω στη σημ. του βαλλίζω `χορεύω΄]

[Λεξικό Κριαρά]
μπαλότα η.
  • Σφαιρίδιο που χρησιμοποιείται σε εκλογές, κλήρος:
    • να γενεί … ποδότας ο κυρ γάδαρος μπαλότα τού εβγαίνει (Γαδ. διήγ. 146
    • φρ. ρίχνω μπαλότα = κληρώνω:
      • (αυτ. 143).

[<βεν. balota - ιταλ. ballotta. Η λ. στο Meursius (‑λλ‑) και σήμ. κρητ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μπαλοτάρω.
  • 1) Ψηφίζω:
    • να ημπορούν και εκείνες … να ψηφίζουν (ήγουν να μπαλοτάρουν) (Μπερτόλδος 35).
  • 2) Καταψηφίζω· αποκλείω κάπ. (από κ.):
    • οι γυναίκες … εμπαλοταρίσθηκαν διά πάντα από τον βασιλέα (Μπερτόλδος 42 (έκδ. ‑ρά‑)).
  • 3) Κληρώνω:
    • αν ήθελεν λάχει οκαζιόν τση δικαιοσύνη μας να μπαλοτάρει κιανένα απού τσι κατωγεγραμμένους για κάτεργο (Βαρούχ. 13018).

[<βεν. balotar - ιταλ. ballotare. Πβ. λ. ‑ιάζω στο Meursius (‑ειν). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μπαλοτιά η.
  • Πυροβολισμός:
    • ερίξασιν οι Τούρκοι … μπαλοτιές σαν χιόνι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 28014).

[<ουσ. μπαλότα + κατάλ. ‑ιά. Τ. ‑θιά και ‑τέ σήμ. κρητ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Κόμης)]

[Λεξικό Κριαρά]
μπαλουβάρδο το· αμπελοβάρδιν· αμπελόβαρδον· μπελοβάρδιν· μπελοβαρδό· μπελογβάρδιν.
  • Προπύργιο, προτείχισμα, προμαχώνας:
    • ανέβησαν απάνω στο μπελοβάρδιν και εβάλαν φλάμουρα και επολέμησαν σπαθίν με σπαθίν (Byz. Kleinchron. Á 51518).

[<ιταλ. baluardo - (και βεν.) baloardο. Τ. μπελοάρδι, μπελοάρδο, μπελογάρδι και μπελογουάρδι στο Somav. (λ. μπελοάρδο). Λ. αμπελούαρδος σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   1... 9 10 [11] 12 13 ...32   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες