Παράλληλη αναζήτηση
| 29 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπανάλ [banál] Ε (άκλ.) : που είναι τελείως κοινός, συνηθισμένος, κατώτερης ποιότητας ή ξεπερασμένος: ~ επίπλωση / ντύσιμο / συμπεριφορά.
[λόγ. < γαλλ. banal]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπανάνα η [banána] Ο25 : 1. φρούτο με σχεδόν κυλινδρικό σχήμα, χοντρή και κίτρινη φλούδα, γλυκιά και αρωματική γεύση: Ένα τσαμπί μπανάνες. Εισαγωγή μπανανών. ΦΡ δημοκρατία της μπανάνας, για χώρα τυπικά μόνο ανεξάρτητη, μπανανία. 2α. είδος βύσματος. β. ασύρματο μικρόφωνο.
[αγγλ. (ή μέσω του ιταλ.) banana (από γλ. των Ινδιάνων)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπανανία η [bananía] Ο25 : (χλευ.) για χώρα τυπικά μόνο ανεξάρτητη.
[λόγ. μπανάν(α) -ία απόδ. αγγλ. banana republic]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπανανιά η [bananá] Ο24 : θαμνώδες φυτό των τροπικών χωρών του οποίου καρπός είναι η μπανάνα.
[μπανάν(α) -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπανανόφλουδα η [bananófluδa] Ο27α : η φλούδα της μπανάνας.
[μπανάν(α) -ο- + φλούδα]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπανγκέττον το· μπακέττο· πανγκέττον.
-
- Συμπόσιο, συνεστίαση:
- έκαμεν ένα μπακέττο …, εις το οποίον εκάλεσεν όλους τους … φίλους (Μπερτολδίνος 167).
[<ιταλ. banchetto. Τ. παγκ‑ σήμ. κυπρ.]
- Συμπόσιο, συνεστίαση:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπανιαρίζω [banarízo] -ομαι Ρ2.1 & μπανιάρω [banáro] -ομαι Ρ6 : (οικ.) κάνω μπάνιο σε κπ., του πλένω ολόκληρο το σώμα: Όλη την ώρα μπανιαρίζεται.
[ιταλ. bagnar(e) -ω & μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. μπανιαρισ-]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπανιέρα η [banéra] Ο25α : μεγάλη λεκάνη, συνήθ. από πορσελάνη, που είναι μόνιμα τοποθετημένη στο λουτρό και χρησιμοποιείται για το πλύσιμο του σώματος: Γδύθηκε και μπήκε στην ~ που ήταν γεμάτη με ζεστό νερό.
[μπάν(ιο) -ιέρα]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπανιέρης ο· πανιέρης.
-
- Δημόσιος κήρυκας· κατώτερος αξιωματικός με καθήκοντα αγγελιοφόρου:
- εμήνυσεν ο ρήγας με τον πανιέρην του όλοι να αρματωθούν (Μαχ. 6601).
[<παλαιότ. γαλλ. banier]
- Δημόσιος κήρυκας· κατώτερος αξιωματικός με καθήκοντα αγγελιοφόρου:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπανιερό το [baneró] Ο38 : (παρωχ.) το μαγιό.
[μπάνι(ο) -ερό]



