Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Μουτ
27 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
μούτ(τ)η η,
βλ. μύτη.
[Λεξικό Κριαρά]
μούτα η.
  • 1) Η πτερόρροια των θηρευτικών γερακιών, η απόπτωση του πτερώματός τους και η αντικατάστασή του με νέο:
    • πάρεχε αυτῴ (ενν. τῳ ιέρακι) … κρέας χοίρειον πρόσφατον· ωφελεί γαρ αυτόν εις την μούταν (Ιερακοσ. 36511· 36616).
  • 2) Ο χώρος (είδος μεγάλου κλουβιού, ένα σπιτάκι) όπου κλείνουν τα γεράκια την περίοδο της πτερόρροιας:
    • όταν δε βάλῃς αυτόν … εν τῃ μούτῃ, θες ολίγον ύδωρ εν τῳ αγγείῳ …, ίνα πίνῃ (Ιερακοσ. 36910).
  • 3) (Συνεκδ.)
    • α) προκ. για την περίοδο της πτερόρροιας των γερακιών:
      • δος δ’ αυτῴ … εσθίειν εν τῃ μούτῃ κρέας νεωστί σφαγέν (Ιερακοσ. 3659
    • β) ?προκ. για το πτέρωμα του γερακιού κατά την πτερόρροια:
      • βάλε άμμον … και κισσήριον, ίνα τρίβῃ την μούταν (Ορνεοσ. αγρ. 55916).

[<μεσν. λατ. muta. Η λ. στο Meursius και σήμ. ποντ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μουτάτος επίθ.
  • 1) (Προκ. για κυνηγετικό γεράκι) που άλλαξε το πτέρωμά του, που απόκτησε νέο:
    • γεράκιν μέγαν, μουτάτον, έμορφον (Αχιλλ. (Smith) N 1064· Διγ. Z 2220).
  • 2)
    • α) (Μειωτ.) που είναι χωρίς (όλα) τα φτερά του (κατά την πτερόρροια), μαδημένος:
      • ένας γέρακας μουτάτος και πολλά παραδαρμένος (Χρησμ. X 33
    • β) (σε μεταφ.):
      • Φιλοπαππού, γεράκιν μου μουτάτον! (Διγ. Esc. 1361).

[<μεσν. λατ. mutatus (Du Cange, Lat.· πβ. Αλεξίου, Διγ. Esc., σ. 228). Η λ. στο Meursius]

[Λεξικό Κριαρά]
μουτεύω.
  • (Προκ. για γεράκι) αποβάλλω το πτέρωμά μου και αποκτώ καινούργιο:
    • ειδέ ο ιέραξ μουτεύσῃ … τα πτερά αυτού θάλψον τρεις ημέρας (Ορνεοσ. αγρ. 5601
    • (μειωτ. για πρόσωπο):
      • καλογεράκιν ταπεινόν ομοιάζεις μουτευμένον (Προδρ. IV 469).

[<ουσ. μούτα + κατάλ. εύω· πβ. μεσν. λατ. mutare (Du Cange, Lat., στη λ. 1). Τ. ‑εύγω στο Somav. Η λ. στο Meursius (λ. μούτα)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μούτζα η [múdza] & μούντζα η [múndza] Ο25α : υβριστική χειρονομία που γίνεται με προβολή της ανοιχτής παλάμης προς την κατεύθυνση κάποιου· φάσκελο: Δίνω / ρίχνω μία ~ σε κπ. / σε κτ., το(ν) μουτζώνω.

[μσν. μούζα, μούτζα, μούντζα `καπνιά, τύφλα΄ < ίσως περσ. muzh (σύγκρ. μουντζούρα) με τροπή [z > dz] (η σημ. από το μουτζούρωμα του προσώπου του πομπευόμενου με την παλάμη βουτηγμένη σε καπνιά)· ανάπτ. ριν. πριν από μεσοφ. [d] ]

[Λεξικό Κριαρά]
μούτζα η,
βλ. μούντζα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουτζαλιά η [mudzalá] & μουντζαλιά η [mundzalá] Ο24 : (προφ.) η μουτζούρα.

[μσν. *μουτζάλ(α), *μουντζάλ(α) (πρβ. μσν. μουτζουλώνω = μουντζουρώνω) -ιά < μούτζ(α), μούντζ(α) -άλα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουτζαλώνω [mudzalóno] -ομαι & μουντζαλώνω [mundzalóno] -ομαι Ρ1 : (προφ.) μουτζουρώνω κτ.

[*μουτζάλ(α), *μουντζάλ(α) (δες στο μουτζα λιά) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
μουτζοπαντρεμένη, θηλ. μτχ. επίθ.,
βλ. μουντζοπαντρεμένη.
[Λεξικό Κριαρά]
μουτζουλώνω,
βλ. μουτζουρώνω.
< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες