Παράλληλη αναζήτηση
| 71 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μουρμούρα η.
-
- α) Γκρίνια, μεμψιμοιρία, γογγυσμός:
- η λύπη τον εσκέπασεν, πιάνει τον κι η μουρμούρα (Ιστ. Βλαχ. 964)·
- β) (μεταφ. προκ. για το γουργουρητό άδειας κοιλιάς):
- παίρνουσι τα λόγια σου τση πείνας τη μουρμούρα; (Φορτουν. Ά 229).
[<μουρμουρίζω + κατάλ. ‑α. Η λ. και σήμ.]
- α) Γκρίνια, μεμψιμοιρία, γογγυσμός:
- μουρμούρα 1 η [murmúra] Ο25α : 1. μουρμούρισμα με το οποίο κάποιος εκφράζει παράπονο ή διαμαρτυρία: Πάψε τη ~· δεν την αντέχω. 2. το μουρμουρητό.
[μουρμουρ(ίζω) -α (αναδρ. σχημ.)]
- μουρμούρα 2 η : ψάρι με επίμηκες σώμα είκοσι ως τριάντα εκατοστών.
μουρμουράκι το YΠΟKΟΡ. [αρχ. μορμύρος ὁ με τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] και του [r] και παρετυμ. μουρμούρα 1(;)]
- μουρμουράω [murmuráo] Ρ10.1α : (προφ.) μουρμουρίζω1: Tι κάθεσαι και μουρμουράς τόσην ώρα;
[μουρμουρ(ίζω) μεταπλ. -άω με βάση το συνοπτ. θ. μουρμουρισ-]
- μουρμούρης ο [murmúris] Ο11 θηλ. μουρμούρα [murmúra] Ο25α : (οικ.) αυτός που μουρμουρίζει, όταν παραπονιέται ή όταν διαμαρτύρεται.
[μουρμούρ(α) -ης· μουρμούρ(ης) -α]
- μουρμουρητό το [murmuritó] Ο38 : 1α. ο υπόκωφος θόρυβος που παράγει ο άνθρωπος, όταν μουρμουρίζει: Ένα αδιάκοπο ~ έβγαινε από τη γεμάτη αίθουσα. Mουρμουρητά αποδοκιμασίας συνόδεψαν την είσοδο του υπουργού. β. η μουρμούρα 1. 2. (λογοτ.) κάθε ήχος που μοιάζει με μουρμουρητό: Mόνο το ~ του νερού μέσα στο αυλάκι έσπαζε την ησυχία της νύχτας.
[μουρμουρ(ίζω) -ητό]
- μουρμούρι το.
-
- Ψίθυρος, μουρμουρητό· (προκ. για νερό) κελάρυσμα:
- το μουρμούρι του νερού (Ερωτόκρ. Β́ 674).
[<μουρμουρίζω ή <μουρμούρα· πβ. και ιταλ. mormorio. Η λ. στο Σολωμό και σήμ. ιδιωμ. (Χυτήρης)]
- Ψίθυρος, μουρμουρητό· (προκ. για νερό) κελάρυσμα:
- μουρμουρίζω [murmurízo] Ρ2.1α : 1α. μιλώ χαμηλόφωνα, ψιθυριστά και υπόκωφα, έτσι ώστε να μην ακούγεται καθαρά αυτό που λέω: Mουρμουρίζει συνεχώς χωρίς κανείς να τον ακούει. Tι μουρμουρίζετε κρυφά εσείς εκεί κάτω; Mπαινόβγαινε μουρμουρίζοντας ένα τραγούδι. β. μουρμουρίζω, όταν παραπονιέμαι ή όταν διαμαρτύρομαι: Mε την ακρίβεια και την ανεργία ο κόσμος άρχισε να μουρμουρίζει. 2. (λογοτ.) παράγω ήχο ο οποίος μοιάζει με ανθρώπινο μουρμούρισμα: Mουρμουρίζει το νερό στο ρυάκι. Mουρμουρίζουν τα φύλλα του δέντρου με το φύσημα της αύρας.
[μσν. μουρμουρίζω < ελνστ.(;) μορμυρίζω ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] και του [r] ) < αρχ. μορμύρ(ω) ηχομιμ., μεταπλ. -ίζω]
- μουρμουρίζω.
-
- Ά Μτβ.
- 1) (Προκ. για ροή νερού) προκαλώ βοή, βουητό, ήχο υπόκωφο· (εδώ σε μεταφ.):
- ταραχής η θάλασσα μαντάτο μουρμουρίζει (Στάθ. Β́ 2).
- 2) Λέω κ. σιγά και συγκεχυμένα, μουρμουρίζω κ.:
- (Μαρκάδ. 429)·
- έβλεπαν ένας τον άλλον και εμουρμούριζαν: «Μήνα είναι ετούτος …;» (Διγ. Άνδρ. 37918)·
- φρ. μουρμουρίζω το γούι = θρηνώ:
- (Πουλολ. 420).
- 1) (Προκ. για ροή νερού) προκαλώ βοή, βουητό, ήχο υπόκωφο· (εδώ σε μεταφ.):
- Β́ Αμτβ.
- 1) Ψιθυρίζω· κρυφομιλώ:
- (Προδρ. IV 250)·
- στ' αφτί του μουρμουρίζει (Αλεξ. 1176)·
- μέσα της μουρμουρίζει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1044]).
- 2) Μεμψιμοιρώ, γκρινιάζω, δυσανασχετώ:
- ποτέ δεν κοντεντάρουνται, μα πάντα μουρμουρίζου (Πανώρ. Β́ 9)·
- διατί 'τον το νερόν πικρόν, όλοι τους μουρμουρίζουν (Χούμνου, Κοσμογ. 2522).
- 1) Ψιθυρίζω· κρυφομιλώ:
[<παλαιότ. μορμυρίζω (Ησύχ., Σούδα· <αρχ. μορμύρω). Η λ. στο Meursius (‑ειν) και σήμ.]
- Ά Μτβ.
- μουρμούρισμα το [murmúrizma] Ο49 : το αποτέλεσμα του μουρμουρίζω.
[μσν. μουρμούρισμα < μουρμουρισ- (μουρμουρίζω) -μα]



