Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μιχαηλάτον το· μιχαλάτον.
-
- Βυζαντινό χρυσό νόμισμα του 11ου και 12ου αι. που εκδίδεται από αυτοκράτορα με το όνομα Μιχαήλ:
- επληρώσαμεν αυτόν … καθ’ έκαστον χρόνον περί ενός μιχαλάτου (Byz. Kleinchron. Á 59414).
[<κύρ. όνομα Μιχαήλ + κατάλ. ‑άτον. Η λ. στο Du Cange]
- Βυζαντινό χρυσό νόμισμα του 11ου και 12ου αι. που εκδίδεται από αυτοκράτορα με το όνομα Μιχαήλ:



