Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Μάριο
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Κριαρά]
μαριολεύω.
  • Κάνω πονηριές, εξαπατώ:
    • δεν τους αρέσει να κάθουνται καλά, μόνε θέλουσι να μαριολεύουσι (Σεβήρ.-Μανολ., Επιστ. 17129).

[<επίθ. μαριόλος + κατάλ. ‑εύω. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. στη μτχ. παρκ. (Κόμης, Κουσαθανάς)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαριόλης ο [marjólis] Ο11 & μαριόλος ο [marjólos] Ο18 θηλ. μαριόλα [marjóla] Ο25α : άνθρωπος έξυπνος, χαριτωμένος και κατά συνέπεια θελκτικός: Mια μικρή μαριόλα. || κατεργάρης, πονηρός. || (ως επίθ.).

[μσν. μαριόλης, μαριόλος < τουρκ. maryol ή βεν. mariol `απατεώνας΄ -ης, -ος· μαριόλ(ης) -α]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαριολιά η [marjolá] Ο24 (χωρίς γεν. πληθ.) : ενέργεια ή συμπεριφορά που χαρακτηρίζει το μαριόλη: Kατάφερε να τον ξεμυαλίσει με τις μαριολιές της.

[μσν. μαριολιά < μαριόλ(ης) -ιά]

[Λεξικό Κριαρά]
μαριολιά η.
  • Πονηριά, δόλος απάτη:
    • να μη γένει μαριολιά και λάθος σε κιανένα (Ερωτόκρ. Β́ 1278 κριτ. υπ.· Φορτουν. Ά 42).

[<επίθ. μαριόλος + κατάλ. ‑ιά. Η λ. στο Βλάχ. (‑ργιο‑) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαριόλικος -η -ο [marjólikos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από μαριολιά: Mαριόλικο χαμόγελο. Mαριόλικα μάτια. μαριόλικα ΕΠIΡΡ: Παίζει ~ το μάτι του.

[μαριόλ(ης) -ικος]

[Λεξικό Κριαρά]
μαριόλος, επίθ.
  • 1) Άνθρωπος πονηρός, απατεώνας:
    • πε είντα το 'καμες, μαριόλο, το σπαθί μου (Κατζ. Έ 481).
  • 2) Πονηρός κόλακας:
    • ο βασιλιός εσύ 'σαι τω μαριόλω (Στάθ. Ά 125).

[<βεν. mariol - ιταλ. mariolo. Η λ. στο Βλάχ. (‑ργιό‑) και σήμ. κρητ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαριονέτα η [marjonéta] Ο25 : 1. κούκλα με αρθρωτά μέλη που μπορούν να κινούνται με τη βοήθεια νημάτων, από τα οποία αυτή κρέμεται: Θέατρο μαριονέτας, που αντί για ηθοποιούς έχει μαριονέτες· κουκλοθέατρο. 2. (μτφ.) για άνθρωπο που ενεργεί σύμφωνα με τη θέληση κάποιου άλλου· ανδρείκελο: Άβουλη, υποχωρητική, κατάντησε ~ στα χέρια του.

[ιταλ. marionetta ή γαλλ. marionett(e) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες