Παράλληλη αναζήτηση
| 6.055 εγγραφές [321 - 330] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μακάριος, επίθ.
-
- 1)
- α) Ευτυχισμένος, ευλογημένος:
- (Σκλέντζα, Ποιήμ. 549), (Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 165177)·
- β) αξιομακάριστος:
- τους τάφους των μακαρίων αποστόλων Πέτρου και Παύλου προσεκύνησα (Σφρ., Χρον. 17617‑8)·
- γ) (ο υπερθ. ως τιμητική προσηγορία ανώτατου κληρικού):
- του μακαριοτάτου πάπα (Δούκ. 1457).
- α) Ευτυχισμένος, ευλογημένος:
- 2)
- α) (Προκ. για νεκρό):
- (Χρον. Μορ. H 8477·)>
- (στον υπερθ.):
- Αλεξίου Κομνηνού του μακαριοτάτου (Σπαν. A 2)·
- β) έκφρ. μακάριος ύπνος = θάνατος:
- (Ιστ. πολιτ. 3121).
- α) (Προκ. για νεκρό):
- Το ουδ. ως ουσ. = ευτυχία, καλή τύχη:
- ου μακάριον ηγήσω λανθανόντως … άρχειν Μακεδονίας (Βίος Αλ. 1953)·
- φρ. δίδω μακάριον, βλ. δίδω 7γ φρ.
[αρχ. επίθ. μακάριος. Η λ. και σήμ.]
- 1)
- μακάριος -α -ο [makários] Ε6 : 1. που είναι απόλυτα ευτυχισμένος: Οι μακάριοι θεοί. 2. ήρεμος, γαλήνιος: ~ ύπνος. 3. (ειρ.): Mακάρια αδιαφορία / άγνοια. (απαρχ. έκφρ.) μακάριοι οι πτωχοί* τω πνεύματι.
μακάρια & (λόγ.) μακαρίως ΕΠIΡΡ: Παρ΄ όλο το θόρυβο αυτός κοιμάται μακαρίως. [λόγ. < αρχ. μακάριος `ευτυχισμένος, ευλογημένος΄· λόγ. < αρχ. μακαρίως]
- Mακαριότατος ο [makariótatos] Ο20α : επίσημος χαρακτηρισμός των πατριαρχών (εκτός του οικουμενικού) και των αρχιεπισκόπων, που χρησιμοποιείται και ως προσφώνηση: Ο ~ αρχιεπίσκοπος Aθηνών / Kύπρου.
[λόγ. < ελνστ. μακαριώτατος υπερθ. του αρχ. επιθ. μακάριος (ορθογρ. κατά το επίθημα -ότατος)]
- μακαριότητα η [makariótita] Ο28 : 1. η ιδιότητα του μακάριου ανθρώπου: H ~ των θεών. Aιώνια ~. 2. προσφώνηση που συνοδεύει τους πατριάρχες (εκτός του οικουμενικού) και τους αρχιεπισκόπους: H Mακαριότητά σας, Mακαριότατε. H Mακαριότητά του, ο Mακαριότατος.
[λόγ.: 1: αρχ. μακαριότης, αιτ. -ητα· 2: ελνστ. σημ.]
- μακαρισμοί οι [makarizmí] Ο17 : (εκκλ.) οι σύντομες φράσεις που αρχίζουν με τη λέξη “μακάριοι” και που με αυτές άρχισε ο Xριστός την επί του όρους ομιλία.
[λόγ. < ελνστ. μακαρισμοί, πληθ. του αρχ. μακαρισμός `ευλογία, έπαινος΄]
- μακαρισμός ο.
-
- Φρ. λέγω κάπ. ή στην ψυχή κάπ. μακαρισμούς = εύχομαι για την ψυχή κάπ. τη συγχώρηση από το Θεό:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 50923, 39822).
[αρχ. ουσ. μακαρισμός. Η λ. και σήμ.]
- Φρ. λέγω κάπ. ή στην ψυχή κάπ. μακαρισμούς = εύχομαι για την ψυχή κάπ. τη συγχώρηση από το Θεό:
- μακαριστός, επίθ.
-
- Αξιομακάριστος:
- (Σοφιαν., Γραμμ. 84).
- Το ουδ. ως ουσ. = μακαρισμός, καλοτύχισμα:
- Προσγίνεται εις το καλόν ομού με το επαινετόν και το μακαριστόν (Επιστ. Αδελφ. 523).
[αρχ. επίθ. μακαριστός. Η λ. και σήμ. εκκλ.]
- Αξιομακάριστος:
- μακαριστός -ή -ό [makaristós] Ε1 : (εκκλ.) ως αναφορά για κληρικό που έχει πεθάνει· (πρβ. μακαρίτης): Ο ~ αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ.
[λόγ. < ελνστ. μακαριστός, αρχ. σημ.: `που θεωρείται ευτυχισμένος, αξιοζήλευτος΄]
- μακαρίτης ο [makarítis] Ο10 θηλ. μακαρίτισσα [makarítisa] Ο27α : (ιδ. για δήλωση συμπάθειας) ο άνθρωπος που έχει πεθάνει· συχωρεμένος: Ο ~ ο πατέρας μου. Ήταν καλός άνθρωπος ο ~. H τελευταία επιθυμία του μακαρίτη. Ο Θεός ας αναπάψει την ψυχή του μακαρίτη. Γίνομαι ~, πεθαίνω.
[αρχ. μακαρίτης· μακαρίτ(ης) -ισσα]
- μακαρίτης ο.
-
- Αυτός που απαλλάχθηκε από τα δεινά της ζωής, είναι αξιομακάριστος, ευτυχής, προκ. για νεκρό:
- ο μακαρίτης και αοίδιμος πατήρ αυτού (Σφρ., Χρον. 8218· Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 906).
[αρχ. ουσ. μακαρίτης. Η λ. και σήμ.]
- Αυτός που απαλλάχθηκε από τα δεινά της ζωής, είναι αξιομακάριστος, ευτυχής, προκ. για νεκρό:



